Αθλητική στήλη,
αποκλειστικά για χουλιγκάνους, λοβοτομημένους και κάφρους
*** Χουλιγκάνοι, Λοβοτομημένοι και Κάφροι όλων των ομάδων,
όλων των κομμάτων
και όλων των θρησκειών,
σάς χαιρετώ…
*** Η δεκαετία τού ’90 ήταν η εποχή που κορυφώθηκε η «Νεοελληνική Ξιπασιά»·
ο ψευδεπίγραφος σοσιαλισμός βρισκόταν πλέον στο απόγειό του,
το περιβόητο «σκάνδαλο Κοσκωτά» και τα «Ειδικά Δικαστήρια»
-εκκωφαντικοί προάγγελοι γαρ, για τα μετέπειτα «Μνημόνια»-
επικαλύπτονταν από τούς ήχους των αδιάλειπτων τσιφτετελιών,
τα «Μπουζούκια» ήταν γεμάτα όλες τις νύχτες τής εβδομάδας,
το «χαρτάκι από την Κλαδική» είχε αντικαταστήσει τα πανεπιστημιακά πτυχία,
η Επαρχία έχανε την αυθεντικότητά της και γινόταν «Καρικατούρα Αστικότητας»,
το «Greek Dream» ήταν σε πλήρη εξέλιξη,
μία θλιβερή κουλτούρα εξαπλωνόταν απ’ άκρου εις άκρον στην Επικράτεια,
τα «πακέτα Ντελόρ» μετατρέπονταν σε «Κουπόνια Trafficking»,
οι ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις ξοδεύονταν στα «κωλόμπαρα»
και στις «πουτάνες εξ Ανατολικής Ευρώπης»,
ο «Φαλλός τού Ραγιά» ήθελε και ένα όχημα για την περαιτέρω (κίβδηλη) μεγέθυνσή του.
Τότε, λοιπόν, μία από τις σημαντικότερες αυτοκινητοβιομηχανίες παγκοσμίως,
εβίωσε στην εγχώρια αγορά την άκρως ιδιότυπη συνθήκη
να είχε κατακόρυφη αύξηση των πωλήσεών της
και ταυτοχρόνως κατακόρυφη πτώση τού κύρους της.
Η «B.M.W.» είχε γυαλίσει στο «Μάτι τού Αγωγιάτη»,
είχε αποκτήσει το χαϊδευτικό-υποκοριστικό «Μπέμπα»,
όλοι οι τεμπελχανάδες τσιφλικάδες έπαιρναν Αλβανούς στα χωράφια για ένα «ξεροκόμματο»
και κυκλοφορούσαν με τη γυαλιστερή «Μπέμπα» ολημερίς κι ολονυχτίς.
Έτσι, τα αυτοκίνητα τής ανέφταιγης εταιρείας έγιναν «Συνώνυμα τού Βλαχαδερισμού»,
υποκείμενα στον «Άγραφο Νόμο τού Μάρκετινγκ»
που λέει «Δείξε μου τούς πελάτες σου, να σού πω το προϊόν σου.».
Ακριβώς το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται τα τελευταία χρόνια,
με πρωταγωνιστές τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς, τούς τυφλωμένους υποστηρικτές του
και τούς τσάτσους-γλείφτες-ζήτουλες-εκδουλευτές δημοσιογραφίσκους.
Εκείνος ο δίπολος κοινωνικός αυτοματισμός,
όπου οι μεν καυχιόνταν «Έχω “Μπέμπα”!»
και οι δε τούς κατακεραυνώνανε λέγοντας «Είναι ξευτίλα να έχεις “Μπέμπα”.»,
τώρα έχει αποκτήσει την ποδοσφαιρική εκδοχή του,
καθώς οι παρωπιδικοί υποστηρικτές τού νυν προπονητή τής Εθνικής
και πρώην προπονητή τού Παναθηναϊκού,
παράγουν αφειδώς την αντανακλαστική αποστροφή των αντικειμενικών φιλάθλων,
αφού μετέρχονται -σε βαθμό ψύχωσης- την εξοργιστική διαδικασία
που συμπυκνώνεται στον όρο «Δύο Μέτρα και Δύο Σταθμά».
Όχι, δεν είναι «ταλΙΒΑΝ» ο φίλαθλος που αναγνωρίζει τα (όποια) θετικά τού Γιοβάνοβιτς·
ο προσδιορισμός «ταλΙΒΑΝ» είναι η προσωπική έμπνευση-εναντίωσή μου,
στην τάση να αποθεώνονται τα Θετικά και να αποκρύπτονται τα Αρνητικά
(πρόκειται για εναντίωση που την εκφράζω και θα την εκφράζω
προς κάθε άτομο που τοποθετείται σε «Καθεστώς Ασυλίας»
και συνεργεί -έστω άθελά του- στην Ευνοιοκρατία, στην Αναξιοκρατία, στην Οχλοκρατία).
Οι «ταλΙΒΑΝ» δεν είναι πλειονότητα,
όμως είναι ένας εσμός από κορύβαντες, μία φωνασκούσα μειονότητα,
ένας ενσαρκωνόμενος «Νόμος τού Λιντς»
που υποκρύπτει την «Εσωτερικευμένη Βία τού Μικροαστισμού»
και γκετοποιεί κάθε άνθρωπο που θα τολμήσει να πάει κόντρα στο «Ρεύμα».
Ως εκ τούτου, εδώ έχουμε να κάνουμε με θλιβερή αλαλάζουσα μάζα,
που περιγράφεται από τα έξοχα «Πειράματα Κοινωνικής Συμμόρφωσης»,
τα οποία επενόησε και εφήρμοσε κατά τη δεκαετία τού ’50
ο πρωτοπόρος Αμερικανός ψυχολόγος Σόλομον Ας.
Εν προκειμένω, λοιπόν, πρόκειται για πλαίσιο όπου παύει να παίζει ρόλο η Λογική,
η Επιχειρηματολογία κηρύσσεται ανεπιθύμητη με συνοπτικές διαδικασίες,
τα ατράνταχτα επιχειρήματα αντιμετωπίζονται με δαιμονοποιήσεις,
η Επίκληση στο Συναίσθημα, η Χειριστικότητα, τα Στερεότυπα
γίνονται οι μοναδικοί επιτρεπόμενοι κι αποδεκτοί τρόποι επικοινωνίας.
Υπ’ αυτό το πλαίσιο,
ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς -όπως κι η «B.M.W» στα «90’s»-
έχει τα κέρδη του (στις «πωλήσεις»), αλλά έχει και τις ζημίες του (στο κύρος του),
αφού τα αναμασήματα τού τύπου «Σ.Γ.Ο.Ι. (Σάς γαμάει ο Ιβάν)»
πλήττουν βάναυσα τη Δημοκρατικότητα
κι απονεκρώνουν κάθε προσπάθεια ώστε να αναπτυχθεί διάλογος.
Εντός τού τρέχοντος έτους -συγκεκριμένα, τον Μάρτιο-
το εν λόγω χρόνιο φαινόμενο έκανε την εμφάνισή του
και στις δύο αναμετρήσεις τού αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος με τη Σκοτία
(στο πλαίσιο τής πρόκρισης στην πρώτη κατηγορία τού «Nations League»)
κι επαναλήφθηκε στα πρόσφατα ματς με τη Λευκορωσία και με τη Δανία.
…
Τι είχε συμβεί στις 20 Μαρτίου 2025;
Η σεσημασμένη νοοτροπία «Παίζω στα σίγουρα και φοβάμαι να ρισκάρω.»
ήταν εκεί για να μάς εθύμιζε ποιος βρισκόταν στον πάγκο
και -για να θέσω το ζήτημα με άρτι γεννηθέν απόφθεγμα-
είχε αποδειχθεί για νιοστή φορά στην Ιστορία ότι
«Ο Φόβος βαφτίζει ως “ρίσκο” ακόμη και το Αυτονόητο.».
Η Ελλάδα ηττήθηκε τότε εντός έδρας από τη Σκοτία
και άπαντες οι άνθρωποι που διαθέτουν στοιχειώδη αυτοσεβασμό
συμφωνούσαν ότι το αρνητικό αποτέλεσμα ήταν γενναιόδωρη χορηγία τού Γιοβάνοβιτς
σε μία ομάδα που αξίζει το προσδιοριστικό ακρωνύμιο «ΤΣΟΥ-ΤΣΟΥ»
(«Τσούρμο Τσουρουκάδων»).
Τι είχε συμβεί στις 23 Μαρτίου 2025;
Η Τύχη είναι η Αξιοκρατικότερη Ευνοιοκρατία,
οπότε δεν επρόκειτο να έδειχνε ξανά οίκτο στο σκοτσέζικο τσούρμο
που κακοποιεί το άθλημα και υπολείπεται παρασάγγας -εν συγκρίσει με την Εθνική Ελλάδος-
στους δείκτες «Ταλέντο» και «Ποδοσφαιρική Νοημοσύνη».
Ο Καρέτσας, ο Κουλιεράκης, ο Κωνσταντέλιας, ο Βαγιαννίδης,
ο Τζόλης, ο Κωστούλας, ο Μουζακίτης, ο Ζαφείρης, ο Τζολάκης,
συνιστούν μία ευλογημένη συγκυρία
και είναι αναμφιβόλως η καλύτερη «φουρνιά» εδώ και δεκαετίες,
οπότε δικαίως παράγουν προσδοκίες
ότι με τη δέουσα στοχοπροσήλωση και υπό τη σωστή καθοδήγηση
δύνανται να αφήσουν εποχή σε διεθνές επίπεδο.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που είχαν γίνει τα Αυτονόητα,
επήλθαν η Νομοτέλεια και η «Αποκατάσταση τής Πραγματικότητας»,
ο πίνακας έγραψε το εμφατικό «0-3»,
ενώ συνάμα ήταν αρκετή μία αναδρομή στα χιλιάδες οργισμένα σχόλια
που έκαναν οι Σκοτσέζοι φίλαθλοι για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα τής χώρας τους,
για τον προπονητή της και για τούς παίκτες της,
ώστε να αντιλαμβανόμασταν πως η πρόκριση επί αυτού τού συνονθυλεύματος
δεν απετελούσε δα τεράστιο επίτευγμα που τού αξίζανε διθύραμβοι.
Βεβαίως,
κατά τη διάρκεια εκείνου τού επαναληπτικού και -κυρίως- μετά τη λήξη του,
οι δημοσιογραφίσκοι και οπαδίσκοι «ταλΙΒΑΝ»
που συμπεριφέρονται λες και αποτελεί μονοπώλιό τους η χαρά για την Εθνική Ομάδα,
είχαν επιδοθεί στις σεσημασμένες ρεβανσιστικές τσιρίδες τους,
που -αν δεν εγνώριζες τα γεγονότα-
σού δημιουργούσαν την εντύπωση ότι η Ελλάδα κατέκτησε το «Μουντιάλ»
και ο Παναθηναϊκός κατέκτησε δύο «Τσάμπιονς Λιγκ» κι ισάριθμα νταμπλ
κατά τη διάρκεια τής θητείας τού Γιοβάνοβιτς.
Εδώ μιλάμε για καταγέλαστα «Άλματα Λογικής»,
όπου μία μικρή επιτυχία σβήνει μία μεγάλη αποτυχία.
Εδώ μιλάμε για την «Ψυχολογία των Stalkers»,
όπου ένα άτομο παρακολουθεί τη ζωή τής «πρώην» του
και αισθάνεται φθόνο σε βαθμό κακουργήματος
αν η «πρώην» έχει ξεπεράσει τη σχέση τους κι έχει ξαναφτιάξει τη ζωή της.
Σε απλά Ελληνικά,
ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς έκανε ό,τι έκανε στον Παναθηναϊκό,
επέτυχε (σε) ό,τι επέτυχε και απέτυχε σε ό,τι απέτυχε,
αλλά τώρα πρέπει να κρίνεται ως προπονητής τής Εθνικής Ομάδας
και όχι ως ένα συναισθηματικό κατάλοιπο που σχετίζεται με προηγούμενη εργασία του.
Αν ανέτρεχες στο σχετικό hashtag που αφορούσε στην αναμέτρηση Ελλάδα-Σκοτία,
διεπίστωνες ιδίοις όμμασι(ν) τα πάμπολλα δριμέα σχόλια για την προπονητική διαχείριση
(σχόλια από Παναθηναϊκούς, Ολυμπιακούς, Αεκτζήδες, Παοκτζήδες,
που διαθέτουν γνώσεις και αξιοπρέπεια),
ενώ την ίδια ώρα οι περιβόητοι «ταλΙΒΑΝ» αναζητούνταν στο «Silver Alert»,
λες κι αν προέβαιναν στην επισήμανση ενός λάθους
θα είχαν να αντιμετωπίσουν το «εκτελεστικό απόσπασμα».
Κι όμως, επί τής ουσίας έχουν αναπτύξει αυτό το σύνδρομο μεταξύ τους,
αρνούμενοι να δεχθούν ότι το «τοτέμ» διαπράττει (και) σφάλματα·
αλλά τι περιμένεις από ψυχωσικά όντα
που έχουν φτάσει στο σημείο να βάζουν τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς
δίπλα στο Ιερό Παναθηναϊκό Ονοματεπώνυμο «Ζέλικο Ομπράντοβιτς».
Οι «Εξαφανισμένοι τής Ήττας», «Εμφανισμένοι τής Νίκης».
Μετά την εντός έδρας ήττα από τη Σκοτία,
οι υποτακτικοί δημοσιογραφίσκοι που ακολουθούν κατά γράμμα ό,τι (τούς) επιβάλλει η Μάζα,
αναφέρονταν στα ρεπορτάζ και στα άρθρα σα να μην είχε προπονητή η Εθνική Ελλάδος.
Μετά από την εκτός έδρας νίκη-πρόκριση,
οι υποτακτικοί δημοσιογραφίσκοι που ακολουθούν κατά γράμμα ό,τι (τούς) επιβάλλει η Μάζα,
αναφέρονταν στα ρεπορτάζ και στα άρθρα τους με τις πηχυαίες υμνολογίες
«Ο στρατηγός Ιβάν», «Ο μαέστρος Ιβάν», «Η αρμάδα τού Ιβάν Γιοβάνοβιτς».
Αποθέωση τού Γιοβάνοβιτς;
Από πού κι ως πού «Αποθέωση τού Γιοβάνοβιτς»;
Αποθέωση ενός προπονητή που έκανε τα Αυτονόητα;
Αποθέωση ενός προπονητή που έκανε ετεροχρονισμένως τα Αυτονόητα;
Είναι σα να αποθεώνεις έναν προγραμματιστή
επειδή πατάει το «Power» για να ανοίξει τον υπολογιστή.
Έστω κι έτσι, όμως,
δεν θα είχα την παραμικρή αντίρρηση και την παραμικρή ένσταση για την αποθέωση,
αν αυτά τα ποταπά «Παρακολουθήματα τής Μάζας»,
είχαν εκφράσει δίκαιες κρίσεις-κριτικές για τις λανθασμένες επιλογές στο πρώτο ματς.
Πού ήταν στην ήττα ο «Στρατηγός»;
Πού ήταν στην ήττα ο «Μαέστρος»;
Πού ήταν στην Ήττα η «Αρμάδα»;
Τότε, δεν ήταν «Βατερλό»;
Τότε, δεν ήταν «Ρεσιτάλ τού Φάλτσου»;
Τότε, δεν ήταν «Καρυδότσουφλο»;
…
Ακριβώς το ίδιο αρρωστημένο μοτίβο -με αντίστροφη σειρά αποτελεσμάτων-
εμφανίστηκε ξανά τις τελευταίες ημέρες·
τα πανηγύρια για το συντριπτικό 5-1 επί τής (αδύναμης) Λευκορωσίας,
μαγαρίστηκαν από τα υστερικά πενθολάγνα υπανθρωπίδια, τούς «ταλΙΒΑΝ»,
που βρήκαν ακόμη μία ευκαιρία για να αποθεώσουν το είδωλό τους
και να επιχειρήσουν να διαστρεβλώσουν την Ιστορία που γράφτηκε το 2023.
Δεν χρειάστηκαν παρά μόνον τρεις ημέρες,
προκειμένου αυτά τα τοξικά όντα να κρυφτούν για νιοστή φορά,
καθώς το 0-3 από τη Δανία και κυρίως η εξευτελιστική εμφάνιση τής Εθνικής μας,
κατέδειξαν τις υφέρπουσες προπονητικές παθογένειες,
τη Μιζέρια, τη Σύγχυση, τη Σπασμωδικότητα, την Ηττοπάθεια,
την Απουσία Φαντασίας, την Αδυναμία Αλλαγής των Δεδομένων.
Προπονητικά εγκλήματα επί προπονητικών εγκλημάτων
διεπράχθησαν στο κρισιμότατο ματς με τούς Σκανδιναβούς,
η πρόκριση στο «Μουντιάλ» έχει πλέον τεθεί εν απολύτω κινδύνω,
ο Γιοβάνοβιτς απέδειξε ότι δεν διαχειρίζεται με συνέπεια τούς νεαρούς ποδοσφαιριστές
(αν κρίνουμε κι από τα πεπραγμένα του στον Παναθηναϊκό,
δεν θέλει τούς πιτσιρικάδες, δεν τούς γουστάρει, δεν τούς αντέχει,
δεν έχει την παραμικρή ζέση να τούς αναδείξει και να τούς προσφέρει υπερ-αξία,
καθώς πρεσβεύει τη «Νοοτροπία τού “Κ.Α.Π.Η.”»
και αισθάνεται ασφαλής μόνο όταν έχει να κάνει με βολεμένους παλαίμαχους
δίχως υψηλούς στόχους, δίχως οράματα, δίχως καύλα).
Όσο, λοιπόν, κι αν -για το προσωπικό του συμφέρον-
επιχειρεί να προσαρμοστεί στην παρούσα συνθήκη
(συνθήκη που είναι ευχή για το Ποδόσφαιρο και κατάρα για τον ίδιο),
ο Γιοβάνοβιτς δεν μπορεί να αναβαθμίσει ετούτην τη χαρισματική γενιά
και η όποια ενδεχόμενη επιτυχία θα έλθει
επειδή θα τον έχουν τραβήξει προς τα πάνω οι παίκτες
κι όχι επειδή αυτός θα έχει τραβήξει προς τα πάνω τούς παίκτες.
Μιλάμε για τραγικώς ειρωνική συγκυρία·
αυτός ο ναφθαλινικός κόουτς
που -όχι μόνο δεν ανέδειξε έστω ένα παιδί από τις «Ακαδημίες» τού Π.Α.Ο., αλλά…-
μόνο από σύμπτωση δεν έφτασε να χαντακώσει τον Ιωαννίδη και τον Βαγιαννίδη
καθώς ο μεν ήταν η «τσόντα» τού Σπόραρ κι ο δε ήταν η «τσόντα» τού Κώτσιρα,
καλείται να εμπνεύσει ταλαντούχους μετέφηβους
ενώ επί τής ουσίας θέλει μία ομάδα που θα αποτελείται από ξοφλημένους «Κουρμπέληδες».
Η άκρως φοβική προχθεσινή εμφάνιση ανέδινε τη γνώριμη «ιβανίλα»,
η ψυχολογική προετοιμασία ήταν ανύπαρκτη,
η τακτική προσέγγιση τού ματς ήταν καταστροφική,
η Εθνική έπαθε ό,τι επάθαινε κι ο «Παναθηναϊκός τού Γιοβάνοβιτς» στα κρίσιμα ματς.
Αυτός ο προπονητής σε μαθαίνει να κρύβεσαι και σε αποτρέπει να βγαίνεις μπροστά,
καθώς τέτοιο είναι το μήνυμα που μεταφέρει με την αύρα του και με τις επιλογές του.
Αυτός ο προπονητής σε μαθαίνει να κρύβεσαι πίσω από την Ομάδα
και όχι να βγαίνεις μπροστά για την Ομάδα.
Αυτός ο προπονητής σε μαθαίνει να κρύβεσαι, διότι μόνο αυτό ξέρει να κάνει ο ίδιος.
Ο Γιοβάνοβιτς δεν είναι γεννημένος πρωταθλητής,
δεν είναι ταλαντούχος προπονητής,
δεν δύναται να συμβιώσει αρμονικά με το Ταλέντο,
δεν δύναται να αναδεικνύει ταλέντα,
είναι παντελώς ασύμβατος με την έννοια «Πρωταθλητισμός»
και μόνο από ευνοϊκές συγκυρίες καταφέρνει -σε άτακτα διαστήματα- κάποια επιτυχία
(εξ ου και οι ελάχιστες διακρίσεις του
καταγράφονται σε υπανάπτυκτα ποδοσφαιρικά περιβάλλοντα
όπως η Κύπρος, η Σαουδική Αραβία και η πρόσληψη από τον κανακάρη Γκαγκάτση).
Κι όμως, οι απεχθείς «ταλΙΒΑΝ» -δημοσιογραφίσκοι κι οπαδίσκοι-
ετοιμάζουν νέες «Ιφιγένειες» προκειμένου να κρύψουν για πολλοστή φορά
τις εκκωφαντικές ευθύνες που φέρει το «τοτέμ» τους.
Θυμηθείτε πώς αυτά τα ξευτιλισμένα υποκείμενα
κρεμάσανε «στα μανταλάκια» τον Μπρινιόλι μετά από τρεις κακές στιγμές.
Θυμηθείτε ότι έφτασαν να βγάλουν «στημένο» τον Μπρινιόλι,
ο οποίος επί δύο χρόνια είχε κατεβάσει ρολά
και ήταν ασπίδα για τη θεσούλα τού Γιοβάνοβιτς με τις αναρίθμητες σωτήριες αποκρούσεις του,
αλλά όταν -όντας καταρρακωμένος από την υποβάθμιση τής προσφοράς του-
εβίωσε απολύτως δικαιολογημένα μία περίοδο ψυχολογικής-αγωνιστικής κατάπτωσης,
ο «χιλιολιβανισμένος» προπονητής τον άφησε να γίνει βορά τής συνωμοσιολογίας.
Ε…, ακριβώς το ίδιο αρρωστημένο μοτίβο είδαμε να αναπτύσσεται και με τον Τζολάκη,
που είναι μακράν ο καλύτερος τερματοφύλακας τής χώρας
αλλά επειδή έκανε μία λανθασμένη έξοδο
-και μάλιστα, όταν η πλάστιγγα είχε γείρει οριστικώς υπέρ των Δανών-
πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως ιδανικό προπέτασμα καπνού
για να καλυφθούν μέσα στην πνιγηρή ομίχλη οι παταγώδεις ανεπάρκειες τού «τοτέμ».
Προσωπικώς δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι άπαντες οι ταλαντούχοι νεαροί
(κι ο Κωνσταντέλιας, κι ο Βαγιαννίδης, κι ο Κουλιεράκης, κι ο Τζόλης,
κι ο Καρέτσας, κι ο Μουζακίτης, κι ο Ζαφείρης, κι ο Κωστούλας, κι ο Τζολάκης),
θα θυσιαστούν από αυτά τα εμμονικά σκύβαλα, τούς «ταλΙΒΑΝ»,
για να (παρα)μένει στο Απυρόβλητο και στην Ασυλία ο ατάλαντος γηράσκων.
Διόλου τυχαίως ο Κώστας Παπανικολάου προέβη αυτοβούλως σε εξαιρετική τοποθέτηση
-αμέσως μετά τη χθεσινή πρόκριση στον ημιτελικό τού «Ευρωμπάσκετ»-
όπου ετόνισε τη χρεία για προστασία των παιδιών που αγωνίζονται στην ποδοσφαιρική Εθνική
και μέμφθηκε τούς διαδικτυακούς «τιμητές» για τις άκαιρες ισοπεδώσεις τους.
Διόλου τυχαίως έγινε ασπίδα προστασίας για τα παιδιά,
καθώς γνωρίζει πως -αν όντως υπάρχει πρόβλημα-
το (όποιο) πρόβλημα θα πρέπει να αναζητηθεί σε κρυπτόμενους ηλικιωμένους,
που αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους μόνον αν δεν γίνεται αλλιώς,
φροντίζοντας όμως να τις ραίνουν με Εικασία και με Υποβάθμιση
(παπάτζες κίβδηλης ευσυνειδησίας, τού τύπου «Ίσως έκανα λάθος κι εγώ…»).
Συνελόντι ειπείν,
η Δουλοπρέπεια, η Γλοιωδία, η Μεροληψία, τα «Δύο Μέτρα και Δύο Σταθμά»,
βρήκαν αυτές τις μέρες ακόμη ένα πανομοιότυπο ζενίθ τους:
«Εθνική τού Γιοβάνοβιτς» στη Νίκη, «Εθνική» στην Ήττα.
*** Ανακεφαλαιώνοντας…
Κατά την απαρέγκλιτη προσωπική μου άποψη,
ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς -ως προπονητής τού Παναθηναϊκού-
ήταν πετυχημένος για τον εαυτό του και αποτυχημένος για την Ομάδα.
Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς -με την απρόσμενη συνέργεια των «ταλΙΒΑΝ»-
έφτασε τώρα πια να είναι ομοσπονδιακός προπονητής και θα κριθεί αυτοτελώς,
χωρίς να αναμειγνύεται η όποια τωρινή ή μελλοντική επιτυχία του
στη δεδομένη αποτυχία να αξιοποιήσει το προβάδισμα των οκτώ βαθμών
και να σπάσει την (τότε) 13ετή αποχή τού Παναθηναϊκού από την «Κούπα».
Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, ακόμη κι αν η Εθνική Ελλάδος κατακτήσει το «Μουντιάλ»,
δεν θα προσποριστεί το ψυχωσικό πρωθύστερο που θα ορίζει ότι
«Ο Αλαφούζος έδιωξε τον άνθρωπο που πήρε “Μουντιάλ”.».
Εν προκειμένω,
ο Γιοβάνοβιτς βρίσκεται μπροστά σε μία άκρως ευνοϊκή συγκυρία
που καλείται να αξιοποιήσει πηγαίνοντας κόντρα στις ιδεοληψίες του,
αλλά επειδή έχει αποδείξει επανειλημμένως
ότι μετατρέπει τα προσωπικά του δεσμά σε ομαδικές τροχοπέδες,
θεωρώ απίθανο να φέρει επιτυχίες μέσω συνειδητών επιλογών
και όχι από κινήσεις που θα έχουν γίνει υπό το καθεστώς τής απελπισίας του.
…
Η καλύτερη «φουρνιά» όλων των εποχών στο Ελληνικό Ποδόσφαιρο.
Μία «φουρνιά» που ξεχειλίζει από Ταλέντο και τη διαχειρίζεται ένας ατάλαντος.
Και τώρα, περιμένουμε το κρισιμότατο εκτός έδρας ματς με τη Σκοτία,
για να διαπιστώσουμε αν θα έχουμε ακόμα μία νικηφόρα «Εθνική τού Ιβάν»
ή ακόμα μία ηττηφόρα «Εθνική (αγνώστου προπονητή)».
Μέχρι τότε, αρμόζει να κλείσουμε με τη διασκευή πασίγνωστης θυμόσοφης ρήσης:
Ο Έξυπνος παραδέχεται, ο Πονηρός δικαιολογείται και ο «ταλΙΒΑΝ» επιμένει…
Ο Αθλητάμπουρας
