Ο όρος «ευθανασία» είναι φορτισμένος συναισθηματικά με την έννοια και τον φόβο του θανάτου, άλλα και δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο αυτού του όρου…

Η λέξη ευθανασία είναι. αντιδάνειο από την αγγλική του όρου euthanasia, ο οποίος είναι δάνειο από την ελληνική της λέξης ευθανασία, που σημαίνει καλός, ήρεμος, ανώδυνος θάνατος, και αποτελεί κανονικό παράγωγο του επιθέτου ευθάνατος: αυτός που πεθαίνει εύκολα, καλά (1).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Με την έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα, διεθνώς, η ευθανασία, σημαίνει την ανώδυνη επίσπευση του θανάτου ατόμου πάσχοντος από ανίατη επώδυνη ασθένεια.

Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο, από την αρχή, ότι ο ορισμός αυτός και οι συνώνυμοι του, ουσιαστικά, αποτελούν ευφημισμό, εφ’ όσον εκ του αποτελέσματος, πρόκειται για συνειδητή επιλογή θανατώσεως για ανθρωπιστικού λόγους.

Ο ξενικός όρος mercy kιling (ευσπλαχνική, ελεήμων θανάτωση, ή, ορθά κοφτά, «χαριστική βολή;» αποδίδει κυριολεκτικά το αποτέλεσμα και την πρόθεση της ευθανασίας. Το αποτέλεσμα και η πράξη είναι θανάτωση (killing), με πρόθεση την ανακούφιση του αρρώστου για λόγους ευσπλαχνίας (mercy).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Από καθαρά λογική έποψη, και καθόλου, θρησκευτική ή θεολογική, η «ευθανασία», όπως προσλαμβάνεται ως έννοια και ως πρακτική, τόσο από το κοινό, όσο και από τους γιατρούς, σημαίνει, και είναι: θανάτωση εκτελούμενη από τον γιατρό. Θανάτωση, διότι είτε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο (παθητικά, ενεργώς ή ως υποβοηθούμενη αυτοκτονία) ο τερματισμός της ζωής προκαλείτε, από ενέργεια ή αποφυγή ενέργειας (παθητική «ευθανασία») του γιατρού.

Η συζήτηση των φιλοσοφικών, ιατρονομικών, ηθικών όψεων της «ευθανασίας» είναι σοβαρό, αμφιλεγόμενο και δύσκολο αν όχι και επικίνδυνο θέμα. Η σύγχυση που επικρατεί πρέπει να ξεκαθαριστεί. Οι όροι να γίνουν σαφείς και οι θέσεις υπεύθυνες, με την ανάλογη ανάληψη της ευθύνης της διατύπωσής των.

Το νόημα της ευθανασίας πρέπει να αλλάξει. Διαφορετικά, όπως χρησιμοποιείται σήμερα, δεν είναι καλός θάνατος, παρά συνειδητή θανάτωση για «καλό σκοπό.»

Εν τούτοις, ο θάνατος, μόνον ως φυσική, αναπόδραστη απόληξη της ζωής από οποιαδήποτε φυσική αιτία (και η νόσος είναι φυσική αιτία) μπορεί να είναι δεκτός, αλλά, πάντοτε, όχι αποδεκτός, από τον άνθρωπο. Οτιδήποτε άλλο μέσο συνιστά αφαίρεση ζωής, ανεξαρτήτως των προθέσεων.

Ο σκοπός της ευθανασίας όπως αυτή γίνεται αποδεκτή σήμερα είναι αγαθός. Με επιχείρημα την αυτονομία και την ατομική ελευθερία του πάσχοντος, οι υποστηρικτές της ζητούν την νομιμοποίησή της. Υποστηρίζεται ότι ο θνήσκων άνθρωπος, που υποφέρει πλέον, παρά ζει, και όποιος, «λογικά» και «εν ψυχρώ», αποφασίζει ότι τέτοια ζωή δεν την θέλει, αλλά προτιμά τον θάνατο, θα πρέπει να υποβοηθείται να διέλθει την Αχερουσία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οδυνηρής και αποδεδειγμένα ανίατης πάθησης, υποστηρίζεται, ότι η ζωή παύει να αποτελεί αγαθό και καθίσταται αβάσταχτο ψυχικό και σωματικό μαρτύριο, οπότε η ευθανασία είναι λύτρωση και πράξη ανθρωπιστική.

Πέντε τουλάχιστον, κλινικές καταστάσεις θέτουν το ζήτημα της «ευθανασίας» ως αναίρεση-αφαίρεση της απαξιωμένης πλέον (από την αρρώστια, τον πόνο και την απελπισία), ανθρώπινης ζωής:

1. Μη διενέργεια καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης σε καρδιακή ανακοπή
2. Μη θεραπεία αναστρέψιμης νόσου σε αρρώστους με επώδυνη, μη αναστρέψιμη τελικού σταδίου πρωτογενή νόσο ή με διαπιστωμένο εγκεφαλικό θάνατο.
3. Διακοπή υποστήριξης των ζωτικών λειτουργιών με μηχανικά μέσα σε αρρώστους με διαπιστωμένο εγκεφαλικό θάνατο
4. Παροχή βοήθειας στον άρρωστο για να θέσει ο ίδιος τέρμα στην ζωή του (υποβοήθηση αυτοκτονίας)
5. Χορήγηση θανατηφόρων δόσεων φαρμάκων για ευθανασία «mercy killing

Οι ενέργειες 1-3 χαρακτηρίζονται ως «παθητική ευθανασία» Η 4η ως «υποβοηθούμενη αυτοκτονία», και η 5η ως «ενεργητική ευθανασία»

Είναι λογικό ή ανθρώπινο να αρνείται μια κοινωνία και ο γιατρός, στον θνήσκοντα άνθρωπο, το αίτημά του για υποβοήθηση του θανάτου του, όταν ο πόνος και η απελπισία τον έχουν οδηγήσει στην διατύπωση αυτού του αιτήματος;

Ο Θάνατος, απλουστευτικά, οριζόμενος ως απουσία ζωής, είναι γεγονός, ότι μόνον αρνητικά μπορεί να ορισθεί. Τι καθ’ αυτό είναι θάνατος δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί από τον ζώντα άνθρωπο, ως βιωματική εμπειρία, ούτε βέβαια, από τον … αποθανόντα.

Στην έννοια του θανάτου αναδύεται με καθαρότητα η μοναδικότητα του ανθρώπου, όχι με την αφηρημένη της έννοια, αλλά με την έννοια της μοναδικής και ανεπανάληπτης σωματο-ψυχο-νοητικής οντότητας-προσωπικότητας του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου, με το συγκεκριμένο παρελθόν παρόν και μέλλον του.

Ο Ιβάν Ίλιτς έβλεπε πως πεθαίνει… μα όχι μόνο δε μπορούσε να συνηθίσει στην ιδέα αυτή, μα δεν την καταλάβαινε , δε μπορούσε να την καταλάβει.

Το παράδειγμα του συλλογισμού που είχε μάθει στη λογική του Κιζεβέτερ: «Ο Κάιους είναι ένας άνθρωπος. Οι άνθρωποι είναι θνητοί. Άρα ο Κάιους είναι θνητός του φαινόταν σε όλη του ζωή σωστό μόνο για τον Κάιους και καθόλου για τον εαυτό του.

Ο Κάιους ήταν ένας άνθρωπος, γενικά ένας άνθρωπος, και αυτό ήταν πέρα για πέρα σωστό. Μα ο Ιβάν Ίλιτς δεν ήταν καθόλου ο Κάιους, ούτε ένας άνθρωπος γενικά. Ήταν πάντα του σε όλη του τη ζωή μια ύπαρξη ξεχωριστή από όλες τις άλλες υπάρξεις. Ήταν ο Βάνια με τη μαμά, με το μπαμπά, με τα παιχνίδια … με την Κάτιενκα…με όλες τις χαρές ,τις λύπες, τους ενθουσιασμούς …Είχε τάχα φιλήσει ο Κάιους το χέρι της μάνας του; είχε ακούσει το φρου-φρου από το μεταξωτό της φόρεμα; Είχε ερωτευτεί σαν αυτόν; Μπορούσε τάχα ο Κάιους να διευθύνει τόσο καλά μια δίκη;

Πραγματικά ο Κάιους είναι θνητός και σωστό είναι να πεθάνει. Μα με μένα το Βάνια τον Ιβάν Ίλιτς, με όλα μου τα αισθήματα τις ιδέες …είναι αδύνατο να είμαι υποχρεωμένος να πεθάνω.

Και ξαφνικά αυτός φάνηκε πίσω από το παραβάν. Πρόσωπο με πρόσωπο μ αυτόν . μόνο να τον κοιτάζει και να παγώνει.(2)

Αυτό το μοναδικό πρόσωπο αφορά ο θάνατος του, τον οποίον βέβαια δεν μπορεί να βιώσει, παρά μόνον να τον σκεφθεί και να τον φοβάται. Και αυτό το μοναδικό πρόσωπο αφανίζεται με την ευθανασία, σε οποιαδήποτε μορφή της.

Η διάγνωση του κλινικού θανάτου ταυτιζόμενη με το μη αντιστρεπτό κώμα στο οποίο διατηρούνται μόνον οι φυτικές λειτουργίες του οργανισμού, αλλά απουσιάζει, αποδεδειγμένα και μονίμως, οποιαδήποτε εγκεφαλική δραστηριότητα, επιτρέπει σήμερα την αφαίρεση οργάνων για μεταμόσχευση.

Πράγμα που υποδηλώνει, ότι η οντότητα που εκφράζεται ως μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Εν τούτοις, είναι φανερό ότι άλλα όργανα του νεκρού εξακολουθούν να «ζουν», επιτρέποντας την μεταμόσχευσή τους.

Ενώ ο ορισμός του κλινικού θανάτου είναι αντικειμενικά σαφής, και επιστημονικά αποδεκτός, η έννοια του θανάτου, όπως αυτή υπεισέρχεται στον όρο ευθανασία αποτελεί, παράλογο και αντίφαση.

Εδώ δεν πρόκειται για τον φυσικό θάνατο, στον οποίο καταλήγει κάθε ζων όν, αλλά για συνειδητό τερματισμό της πορείας του αρρώστου εν ζωή (εφ’ όσον δεν έχει επέλθει ο κλινικός θάνατος), με την πρόθεση της απαλλαγής του από τα βάσανα και την αθλιότητα του πόνου της ανίατης αρρώστιας.

Δεν είναι, δηλαδή, ο θάνατος, εδώ, η τελική κατάληξη κάθε ζώντος, αλλά μέσον, ριζικό, αλλά και ακυρωτικό της ζωής, για την ανακούφιση από τον αβάσταχτο πόνο και την έσχατη αίσθηση απελπισίας και εγκατάλειψης που συνοδεύει το θνήσκον, αλλά, ακόμη εν ζωή, πρόσωπο.

Εδώ αναδύεται η αντίφαση της ευθανασίας, ως εξ ορισμού καλός θάνατος. Δεν πρόκειται για καλό θάνατο, αλλά απλώς για θανάτωση του θνήσκοντος στην συγκεκριμένη στιγμή που επιλέγεται.

Καλός θα ήταν ο θάνατος ο αναπόφευκτος, επερχόμενος όποτε η φύση επιλέξει, ο χωρίς πόνους, μέσα στην αποδοχή του άφευκτου, με την ηρεμία της παρηγοριάς που δίνουν οι συγγενείς και ο γιατρός, με την απελευθέρωση από τον φόβο της οδύνης του θανάτου. Αυτό θα ήταν ευθανασία.

«Θάνατος δε τοι εξ αλός αυτώ αβληχρός μάλα τοίος ελεύσετε , ος και σε πέφνη. Ο θάνατός σου, λέω, θα σε βρει απόμακρα απ’ τη θάλασσα, ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θάρθει για να σε σβήσει» (3). Έτσι προμαντεύει το θάνατο του Οδυσσέα στην Νέκυιά του ο Όμηρος.

Στη τεχνολογικά επικυριαρχούμενη σύγχρονη κοινωνία ο θάνατος δεν αποτελεί πλέον την κατάληξη της ζωής, ο οποίος βιώνεται μέσα στην θαλπωρή της οικογένειας. Πέραν αυτού η τεχνολογική θαυματοποιία έχει δημιουργήσει στους ασθενείς και τους συγγενείς των εξωπραγματικές προσδοκίες.

Ο θάνατος ουδέν προς ημάς. Το γαρ διαλυθέν αναισθητεί, το δε αναισθητούν ου προς ημάς. (4)
Προσλαμβάνουμε την έννοια του θανάτου ως απουσία ζωής, μιας και ο θάνατος δεν μπορεί να ορισθεί θετικά, δεδομένου ότι ουδείς ζων άνθρωπος μπορεί να έχει εμπειρία και να περιγράψει τον θάνατο, αυτό το τελικό και οριστικό… Τι;

Πώς μπορεί να περιγραφεί, με όρους ζωής, ο θάνατος; Ό,τι γνωρίζουμε, ως ζώντα υποκείμενα, περί θανάτου είναι θεωρητικό και η μόνη εμπειρία που έχουμε περί αυτού είναι η ψυχρότητα του νεκρού σώματος-πτώματος, του άλλου.

Η έκπτωση του ζωντανού σώματος σε νεκρό πτώμα, παρ’ όλο που δεν είναι στιγμιαία κατάσταση, αποτελεί οριακό και αμετάτρεπτο γεγονός. Όσο πρόκειται για σώμα, έστω πάσχον, δεν μπορούμε να μιλάμε για θάνατο. Και όταν αντιμετωπίζουμε το νεκρό πτώμα πώς, ζώντες όντες, να αισθανθούμε τον θάνατο; Όπως το θέτει ο Επίκουρος (5): Όσο ζούμε αυτός (ο θάνατος) δεν υπάρχει και όταν έλθει αυτός δεν υπάρχουμε εμείς.

Το χτύπημα της ανίατης αρρώστιας, με ότι αυτή συνεπάγεται, είναι εντελώς διαφορετικό από το χτύπημα του θανάτου, που οριστικά αναιρεί την αρρώστια και τα συνακόλουθά της, αλλά οριστικά αναιρεί και τη ζωή.

Η πορεία του ζώντος προς τον θάνατο δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό που να προσεγγίζει την φρίκη του οριστικού θανάτου. Δεν πρόκειται εδώ για οποιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση, καταθλιπτική αντίδραση, απελπισία ή αγανάκτηση που μπορεί να αισθανθεί κάποιος, βιώνοντας τον θάνατο (πάντοτε) ενός άλλου.

Η μόνη δυνατότητα να συναντηθεί κανείς με τον θάνατο είναι να τον σκεφθεί, (όχι, να τον βιώσει είναι αδύνατο) ως αποκλειστικά δικό του θάνατο. Και ενώ μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για τον ερχομό του θανάτου, πάντοτε είναι αβέβαιος για τον χρόνο επέλευσής του. Αυτή η αβεβαιότητα είναι που παρέχει την συνέχιση της ζωής, ως επιβράδυνση της κίνησης προς τον αμετακίνητο πάντοτε ίδιο θάνατο. Ο μόνος αθάνατος. Ούτε γερνά, ούτε πεθαίνει.

Η ανίατη αρρώστια δεν είναι άλλο από μια αφορμή, για να οδηγηθεί το άρρωστο σώμα στον, έτσι κι αλλιώς, αναπόφευκτο, για κάθε ζων όν, θάνατο. Εν τούτοις, μέσα σε αυτήν την αναγκαστική και αναπόδραστη πορεία προς το τέλος, ο άνθρωπος δεν προσδιορίζεται μόνον από την αναγκαιότητα του τέλους, τον άφευκτο θάνατο, αλλά και από την απέραντη ελευθερία του ως πρόσωπο μοναδικό.

Βλέποντας τον εαυτό του, ο χτυπημένος από την ανίατη αρρώστια άνθρωπος, να σπαράσσεται όχι μόνον από τον πόνο, αλλά και από τον αφανισμό της ελευθερίας του, απελπίζεται.

Και είναι αυτή η απελπισία, η απώλεια και της έσχατης ελπίδας, που τον κάνει ν’ αναζητά τον λυτρωτικό θάνατο. Είναι τότε που, ο καταδικασμένος και σπαραγμένος από την αρρώστια μοναδικό πρόσωπο-άνθρωπος, ζητά την λύτρωση του θανάτου. Και εδώ προκύπτει το δίλημμα της ευθανασίας.

Πάντοτε μπορούμε να θανατώσουμε τον πόνο και την αγωνία του πάσχοντος. Όχι τον πάσχοντα άνθρωπο.

Όλοι μας ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνουμε ως όντα διαθέτοντα λογικό. Αλλά το συνειδητοποιούμε, μόνον όταν βλέπουμε έναν άλλον να πεθαίνει. Ίσως μόνον ο γιατρός μπορεί να αισθανθεί την σκιά του θανάτου, συμμεριζόμενος την αγωνία του θνήσκοντος, μπροστά στα μάτια του, συνανθρώπου του.

Συναισθανόμενος, λοιπόν αυτό, και γνωρίζοντας, ότι είναι ο πόνος, η αγωνία και το υποφέρειν ( όχι ο ανύπαρκτος, ως εμπειρία θάνατος) τα οποία ο θνήσκων άρρωστος κυριολεκτικά και αντικειμενικά φοβάται και υφίσταται, θα πρέπει ο γιατρός να προσπαθεί (και πάντοτε μπορεί) να ανακουφίσει τον πόνο, να ανακουφίσει τον φόβο και την απελπισία της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, με όλα τα μέσα, εκτός του να προκαλέσει θάνατο.

Πάντοτε, ως γιατροί, μπορούμε να θανατώσουμε τον πόνο (όχι τον άρρωστο), να παρηγορήσουμε την ψυχή, να εκφράσουμε εμπαθεια (θέτοντας τους εαυτούς μας στην θέση του θνήσκοντος αρρώστου, με την έννοια της κατανόησης των αναγκών του και των προσδοκιών του, αλλά όχι πανικοβαλλόμενοι μαζί του και εμπλεκόμενοι συναισθηματικά), να εξηγήσουμε στους συγγενείς.

Σκοτώστε τον πόνο και τον φόβο, όχι τον άρρωστο.

Το 90-99% των αρρώστων με ασθένειες τελικού σταδίου μπορούν να ανακουφισθούν από τον πόνο με διάφορους τρόπους: Χρησιμοποιώντας συνδυασμό φαρμακολογικών (αντλία συνεχούς χορήγησης αναλγησίας, διαδερμικώς χορηγούμενα αναλγητικά), νευροχειρουργικών (εμφύτευση αντλίας στον νωτιαίο μυελό, διατομή νωτιοθαλαμικού δεματίου) τεχνικών και μη φαρμακολογικών τεχνικών ψυχολογικής υποστήριξης, μπορούμε, σήμερα, να επιτύχουμε ευθανασία (καλό θάνατο) χωρίς να θανατώσουμε τον άρρωστο.

Η αντίληψη ότι δια της συνεχούς χορηγήσεως απιοειδών θα οδηγηθεί ο άρρωστος σε εξάρτηση δεν αντέχουν σε λογική βάσανο στις περιπτώσεις που συζητάμε. Πέραν αυτού διάφορες μελέτες δείχνουν ότι μόνον το 0,04% των αρρώστων που λαμβάνουν μορφίνη για θεραπευτικούς-ανακουφιστικούς λόγους υπό ιατρική παρακολούθηση εμφανίζουν εξάρτηση (6).

Ο πόνος, πέραν της σωματικής του διαστάσεως, εμπλέκει ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες οι οποίοι συνήθως επιδεινώνουν τον σωματικό πόνο.

Αδυναμία να κατανοηθεί το περίπλοκο του πόνου αποτελεί συνήθη λόγο αποτυχίας της αντιμετώπισης του. Ως εκ τούτου η αποτελεσματική του αντιμετώπιση απαιτεί ομαδική προσπάθεια που περιλαμβάνει τον γιατρό, την νοσηλεύτρια, τον ψυχολόγο, τον κοινωνικό λειτουργό.

Αντί να προσπαθούμε να νομιμοποιήσουμε την θανάτωση αυτών που υποφέρουν από τον πόνο μιας μη αντιστρεπτής και μη θεραπεύσιμης αρρώστιας, ας αφιερώσουμε τις προσπάθειές μας στην αντιμετώπιση του πόνου, πράγμα εφικτό και αποτελεσματικό σήμερα.

Συζητείστε τις φοβίες του αρρώστου και τον θάνατο (όταν υπάρχει το πρόσφορο έδαφος)

Ο γιατρός μπορεί να συζητήσει τον θάνατο με τους αρρώστους, παρά τις σημαντικές δυσκολίες που παρουσιάζει αυτό το εγχείρημα, όντας επί πλέον και καταπονητικό για τον γιατρό και τους συγγενείς. Εν τούτοις, ο γιατρός, πρέπει να συζητά γι’ αυτό, χωρίς να επιβάλλει τις απόψεις του και τις αντιλήψεις του στους άλλους, αναφορικά με ένα τόσο προσωπικό θέμα. Είναι αναγκαίο να σέβεται ο γιατρός την προσωπική θέση των αρρώστων και να τους αφήνει «να πεθαίνουν τον δικό τους θάνατό», στο μέτρο που μπορούν να το κάνουν, κατά τον ίδιο τρόπο που ζουν «την δική τους ζωή».

Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάθε άρρωστος ότι πεθαίνει. Ούτε και είναι αποδοτική τακτική η συστηματική παραπλάνηση του αρρώστου. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που έχει σημασία είναι η φροντίδα και η αγάπη (όχι ως ρηχή και επίπλαστη συναισθηματικότητα), αλλά ως εμπάθεια, όπως προηγουμένως ορίσθηκε και ως ενθάρρυνση και υπόσχεση πραγματοποιούμενη, ότι ο πόνος και η αγωνία θα ανακουφισθούν.

Για ορισμένους αρρώστους η αποκάλυψη της αλήθειας (ότι πεθαίνουν) είναι απλώς άσκοπη σκληρότητα, ενώ για άλλους η απόκρυψη της αλήθειας μπορεί να αποβεί καταστροφική, παρεμποδίζοντας την περαιτέρω επικοινωνία με τον άρρωστο και τον χειρισμό του.

Εν τέλει, όλοι οι θνήσκοντες άρρωστοι συνειδητοποιούν (ασχέτως εάν το εκφράζουν) τι συμβαίνει, ακόμη και όταν οι γιατροί, επιδέξια, τους κρύβουν την αλήθεια. Σε αυτήν την κατάσταση των πραγμάτων, με επαρκή βοήθεια και εμπάθεια από τον γιατρό, η κατάθλιψη και άρνηση, που συνοδεύει την συνειδητοποίηση του θνήσκειν, από τον άρρωστο, μπορεί να μετουσιωθεί σε ελπίδα (δεν θα υποφέρω) και αποδοχή του αναπόφευκτου γεγονότος.

Κανείς, και προφανώς ο γιατρός, δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώσει την ελπίδα, έστω την ελπίδα του «να μην υποφέρω.» Η θανάτωση αίρει τον πόνο και την απελπισία, μαζί όμως αναιρεί κι αυτήν την ίδια η ίδια η ζωή.

Η σύγχρονη ιατρική μπορεί να ανακουφίσει και να εξαλείψει τον πόνο, να ανακουφίσει την αγωνία ή την αναπνευστική δυσχέρεια. Ο ικανός γιατρός, που διαθέτει την αρετή της κατανόησης, μπορεί, κατά μεγάλο μέρος, να αντιμετωπίσει τον φόβο και την αγωνία του θανάτου και να προφυλάξει τον άρρωστό του από την ταπείνωση τους σώματος και της σκέψης του.

«…Και το μη εγχειρέειν τοίσι κεκρατημένοις υπό το νοσημάτων, ειδότας ότι ταύτα ου δύναται ιητρική»

 Και ενώ όλα τα παραπάνω βασίζονται στην αντιμετώπιση του αρρώστου ως θνήσκοντος ανθρώπου, παράλληλα η εφαρμογή των νέων τεχνολογικών επαναστάσεων στην ιατρική, δίνει την δυνατότητα μιας μάταιης και άχρηστης παράτασης της επιβίωσης ή καλύτερα παράτασης, της χωρίς επιστροφή, πορείας προς τον θάνατο.

Στο πλαίσιο της απόλυτης ελευθερίας του ατόμου, όσον αφορά στην δική του μοναδική, προσωπική ζωή, η ευθανασία είναι μια απολύτως προσωπική επιλογή, η οποία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απαξιωτικά, όταν το χτυπημένο από την αρρώστια σώμα και πνεύμα και η πάσχουσα ψυχή έχουν τόσο ευτελισθεί από την αρρώστια, ώστε το πάσχον πρόσωπο-υποκείμενο είναι πεισμένο ότι δεν αξίζει να ζει πλέον και αρνείται να ζει τέτοια υποβαθμισμένη ζωή.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, «στα τελευταία του», ο άρρωστος μπορεί να ευρίσκεται σε καταστολή χωρίς επίπεδο συνειδήσεως. Εάν αυτό είναι αποδεκτό από τον άρρωστο δεν υπάρχει πρόβλημα.
Εν τούτοις ορισμένοι άρρωστοι δεν επιθυμούν να περάσουν τις τελευταίες μέρες της ζωής των σε αυτήν την κατάσταση. Στις περιπτώσεις αυτές έχουν δικαίωμα να επιλέξουν την απόσυρση από την σκηνή της ζωής, με τον δικό τους τρόπο.

Και οι δύο τρόποι είναι αποδεκτοί σε μια κοινωνία που κατανοεί και ενδιαφέρεται για τους πολίτες της. Και οι δύο τρόποι είναι κατάλληλοι για διαφορετικούς ανθρώπους, οι οποίοι κάνουν διαφορετικές αξιακές επιλογές.

Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι επιλέγουν την ευθανασία, παρότι αγαπούν την ζωή με το ίδιο πάθος όπως ο καθένας μας. Εν τούτοις, οι άνθρωποι αυτοί είναι πρόθυμοι, όταν η πορεία προς τον θάνατο είναι ανυπόφορη γι’ αυτούς , και όχι μόνον επειδή υποφέρουν σωματικά, να αποσυρθούν από την ζωή.

Ένας θάνατος με αξιοπρέπεια είναι η τελική εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης του μοναδικού προσώπου με τις συγκεκριμένες προσωπικές αξίες ζωής. Είναι η κορύφωση και πραγματοποίηση της ατομικής ελευθερίας. Και πρέπει να γίνει σεβαστή.

Φανταστείτε τον άρρωστο-άνθρωπο με ανίατη νόσο στα τελικά στάδια, που είναι καθηλωμένος σε ένα κρεββάτι νοσοκομείου, συνδεδεμένος με ποικίλες συσκευές υποστήριξης ζωτικών οργάνων: καθετήρας στην ουρήθρα, φλεβοκαθετήρες για χορήγηση υγρών και φαρμάκων, γαστροστομία για σίτιση, τραχειοσωλήνας που τον συνδέει με τον αναπνευστήρα, ρινογαστρικός καθετήρας, και για να μην μείνει αλώβητη καμία δυνατή είσοδος εισβολής στο σώμα του, τοποθετείται και σωλήνας αερίων.

Ζητά, όταν δεν είναι κατεσταλμένος, να φύγει από το νοσοκομείο για να πεθάνει, όποτε αυτό συμβεί, στο σπίτι του με αξιοπρέπεια, αλλά οι γιατροί αρνούνται, διότι η διακοπή της λειτουργίας των μηχανήματων σημαίνει βέβαιο θάνατο.

Έχει ο άρρωστος, σε αυτές τις περιπτώσεις, το δικαίωμα να πάρει αυτήν την απόφαση να πεθάνει, ο ίδιος; Να αυτοκτονήσει, υποβοηθούμενος από τον γιατρό;

ΝΑΙ, με τον γιατρό συμπαραστάτη του, όχι χορηγό του θανατηφόρου κώνειου. «Ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον».

Το έργο της ευθανασίας είναι υποχρέωση ευνομούμενης και δίκαιης πολιτείας.

Ο άρρωστος, ο οποίος είναι, κι αυτός, ανθρώπινη ύπαρξη, πράγμα που, στην καθημερινότητα των πολυάσχολων νοσοκομείων, συχνά λησμονούμε, έχει τα ίδια δικαιώματα, όπως κάθε άνθρωπος. Δηλαδή το δικαίωμα που έχει κάθε άνθρωπος να αποφασίζει τι νομίζει ότι είναι σωστό γι’ αυτόν, και να πράττει αναλόγως, ακόμη και όταν αυτό αντιβαίνει προς αυτό που κάποιος άλλος θεωρεί σωστό.

Η υιοθέτηση αυτής της αρχής οδηγεί σε μια κοινωνία ανεκτική στις ατομικές διαφορές και η οποία, σε αυτήν την αρχή, θεμελιώνει την έννοια και την νομιμοποίηση της δημοκρατίας.

Ο ρόλος του γιατρού, όπως προσλαμβάνεται από τον άρρωστο και την κοινωνία, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, είναι η συντήρηση της ζωής, η θεραπεία και η ανακούφιση του αρρώστου.

Η αποδοχή από τον γιατρό, και του ρόλου του αφαιρούντος την ζωή (για οποιονδήποτε ηθικό ή ανθρωπιστικό λόγο) υπονομεύει, όχι μόνον την εικόνα του γιατρού στην κοινωνία, αλλά και το βασικό θεμέλιο της ανθρώπινης υπόστασης.

Ευθανασία στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης. Ένας ολισθηρός κατήφορος

Η αποτίμηση της αξίας της ζωής, δεν είναι ανθρώπινη ή κοινωνική αρμοδιότητα. Αποτελεί προσωπική, εκάστου προσώπου, ουσία ανεπανάληπτη και μοναδική. Και η επιχειρηματολογία ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι αποδεκτή η νομιμοποίηση της ευθανασίας, χωρίς εξονυχιστική εξέταση των ωφελημάτων και των συνεπειών της, ενέχει το κίνδυνο, η καθιέρωσή της, να επιτείνει το άγχος των ανθρώπων, ως προς την ακριβοδίκαιη εφαρμογή με ανθρωπιστικά και επιστημονικά κριτήρια και όχι κριτήρια κοινωνικοοικονομικά.

Κανείς δεν μπορεί να εμπιστευθεί τρίτους, σε μια ηθικώς αφερέγγυα και καταναλανοσοκρατούμενη εποχή του ασύστολου κέρδους, την απόφαση για την θανάτωσή του, προς τον σκοπό της ανακούφισής του από του πόνους τής σε τελικό στάδιο και μη θεραπεύσιμης αρρώστιας. Ενδεχόμενη δε κατάχρηση του μέτρου θα προκαλούσε καχυποψία και πανικό σε ηλικιωμένους και βαρεως πάσχοντες.

Η δημιουργία θεσμικού μηχανισμού από την Πολιτεία, ο οποίος, σε περιπτώσεις συγκεκριμένες και με απόλυτη συναίνεση και αίτηση μετά από ανάλυση, (και όχι υπό το κράτος συναισθηματικής φόρτισης ή απελπισίας ή κατάθλιψης του πάσχοντος), θα εφήρμοζε νόμιμα την ευθανασία, μπορεί να αποτελεί, ακόμη, αμφιλεγόμενο θέμα, ως προς τα κριτήρια επιλογής των προσώπων, αλλά αποτελεί την μόνη λύση.

Όσο λάθος είναι να αρνείται η πολιτεία την εκπλήρωση της επιθυμίας του ανίατου και πάσχοντος αρρώστου, για ευθανασία, εξ’ ίσου λάθος, και μεγαλύτερο ίσως, είναι να αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο προσωπικά ο γιατρός.

Άλλη εικόνα και ρόλο έχει και πρέπει να έχει ο γιατρός στην κοινωνία. Την εικόνα και τον ρόλο του θεραπευτή και αυτού που μπορεί και ξέρει τον τρόπο να ανακουφίσει την πάσχουσα ζωή. Ο γιατρός είναι ο συμπαραστάτης στο άρρωστο που θα πιεί, εθελουσίως, το θανατηφόρο κώνειο. Όχι ο χορηγός του θανάτου. Αυτό είναι έργο ευνομούμενης και δίκαιης πολιτείας.

Διαφορετικά, η αποδεκτή ιατρονομικά ευθανασία, μπορεί να οδηγήσει σε «ολισθηρό δρόμο». Και καθένας μπορεί να κατανοήσει και να φανταστεί τι σημαίνει ολισθηρός δρόμος, σε αυτό το θέμα, σε μια κοινωνία της ελεύθερης (ασύδοτης) αγοράς, η οποία είναι ηθικά αδιάφορη, επιτρέπουσα και ελευθεριάζουσα.

Το δικαίωμα να αφαιρέσει την ζωή του το έχει κάθε άνθρωπος γιατί μόνον δική του είναι η ζωή. Εν τούτοις, υφίστανται δύο γενικές κατηγορίες.

Πρώτον, άρρωστοι που, λόγω της ασθενείας των, είναι καταθλιπτικοί και απελπισμένοι και διατυπώνουν την επιθυμία να πεθάνουν. Αισθάνονται άχρηστοι και ότι είναι βάρος για την οικογένειά τους και το περιβάλλον τους.

Η αποδοχή του αιτήματος αυτών των αρρώστων για ευθανασία, ανεξέταστα, και η υποβοήθησή της, από τον γιατρό, είναι σαν να τους λέει ο γιατρός: «Έχεις δίκιο. Είσαι άχρηστος, ανάπηρος, βάρος για την οικογένειά σου, σπαταλάς τον χρόνο τον γιατρών και ο κόσμος θα ήταν καλύτερος εάν έφευγες»

Δεύτερον. Άρρωστοι που ευρίσκονται σε κώμα αδυνατώντας να επικοινωνήσουν με το περιβάλλον τους ή απλά τόσο άρρωστοι και αποδυναμωμένοι, ώστε να αδυνατούν να επικοινωνήσουν κατά στοιχειώδη τρόπο.

Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται, από ορισμένους, ότι η ποιότητα ζωής, (μετρημένη πώς και από ποιον;) αυτών των ανθρώπων είναι ανύπαρκτη και αποτελεί ενέργεια ευσπλαχνίας η ευθανασία.

Κάποιος ή κάποιοι αποφασίζουν ότι η ζωή κάποιου άλλου ανθρώπου δεν έχει αξία, και αποφασίζουν να την διακόψουν. Ορισμένοι διατυπώνουν ευθέως την άποψη, ότι ένας τέτοιος άρρωστος άνθρωπος αποτελεί βάρος για την κοινωνία, σπαταλά του πόρους της, δεν είναι παραγωγικός και εν πάση περιπτώσει δεν θα επιζήσει περισσότερος από μερικούς μήνες.

Με το κόστος της νοσηλείας σε τεράστια ύψη θα ήταν καλύτερο, λέει η άποψη αυτή, να διαθέσουμε αυτά τα χρήματα για άλλες θεραπεύσιμες περιπτώσεις. Όπως διακηρύσσει ο Jack Kevorkian, ο «γιατρός θάνατος», «Εάν υπάρξει μια λογική πολιτική προγραμματισμένου θανάτου, το όφελος για την κοινωνία θα είναι ανυπολόγιστο »! (7) 

Το 1984 ο κυβερνήτης του Colorado των ΗΠΑ διατύπωνε την θέση «ότι οι άρρωστοι με τελικού σταδίου ανίατες ασθένειες έχουν το καθήκον να πεθάνουν και να φύγουν από την μέση (get out of the way) (8).

Έτσι με την αναβίωση του Καιάδα, από το δ ι κ α ί ω μ α να πεθάνει κανείς (που μπορεί να το ασκήσει ή όχι) περάσαμε στο κ α θ ή κ ο ν να πεθάνει, (που αποτελεί, υποχρέωση).

Στην Ολλανδία, σύμφωνα με την Rita Marker of the International Anti-Euthanasia Task Force, 15% των θανάτων αποδίδονται σε ευθανασία και αναφέρονται, από τον Jay Johansen (9), ανεκδοτολογικές περιπτώσεις ηλικιωμένων αρρώστων στην Ολλανδία, οι οποίοι αρνούνται την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο φοβούμενοι ότι θα υποστούν ευθανασία.

Και τι εικόνα σχηματίζει κανείς για μια κοινωνία, η οποία αποδέχεται την λογική, πως ορισμένα μέλη της, επειδή δεν είναι πλέον παραγωγικά, πρέπει να φύγουν από την μέση. Για μια κοινωνία, που μετράει την ανθρώπινη ζωή με την παραγωγικότητα του ανθρώπου ή την προσδοκία είσπραξης φόρων.

Η οικονομική δραστηριότητα είναι απαραίτητη για να ζήσουμε, αλλά δεν είναι ο σκοπός της ζωής. Υποχρέωση της οικονομίας είναι να συντηρεί την ανθρώπινη ζωή, αλλά ο σκοπός της ζωής δεν είναι να συντηρεί την οικονομία.

Για τον ανάπηρο, σωματικά ή νοητικά, τον υπέργηρο, η αξία της ζωής δεν είναι υποδεέστερη, από ό,τι είναι για τον νέο και τον υγιή.

Μια ευαίσθητη κοινωνία θα πρέπει να αντισταθεί στην ξερή διαπίστωση ότι κάποιος πρέπει να ζει μόνο για όσο διάστημα συμμετέχει στο σύνολο, παράγοντας.

Ευθανασία σημαίνει ανώδυνη μετάβαση στον θάνατο, με την βοήθεια του γιατρού ως συμπαραστάτη.

 Από την οπτική γωνία και πεδίο ευθύνης του γιατρού, ο οποίος υπακούει στον Ιπποκρατικό όρκο, η αντιμετώπιση των ζητημάτων που θέτει η ευθανασία κυριαρχείται και υπαγορεύεται, από τις ακόλουθες αρχές και πρακτικές:

1. Ο γιατρός δεν μπορεί να αποτελέσει το μέσον (ευ)θανάτωσης του αρρώστου του.
«…ου δώσω δε ουδέν φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον , ουδέ υφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε» ορίζει ο ιπποκρατικός όρκος.

2. Πρωταρχικός σκοπός της ιατρικής είναι το «να απαλλάσσει εξ ολοκλήρου (πάμπαν) από τους πόνους της αρρώστιας και να αμβλύνει την σφοδρότητα των νοσημάτων: …και πρώτον γε διορίευμαι α νομίζω ιατρικήν είναι, το δη πάμπαν απαλλάσσειν των νοσεόντων τους καμάτους και των νοσημάτων τας σφοδρότητας αμβλύνειν», ορίζει ο Ιπποκράτης την ιατρική.

3. Θανατώστε τον πόνο και την αγωνία. Όχι τον άνθρωπο. Διασφαλίστε του μια ήρεμη πορεία προς τον θάνατό του.

4. Αντιμετωπίστε θεραπεύσιμες καταστάσεις, ακόμη και στον άρρωστο που βρίσκεται σε τελικό στάδιο, διότι η θεραπεία αυτή μπορεί να τον ανακουφίσει.

5. Ανακουφίστε, με κάθε τρόπο (χωρίς όμως συναισθηματικές εμπλοκές και αποστασιοποιημένοι από τον πανικό του αρρώστου) τον άρρωστό σας, μιλώντας του, ανακουφίζοντας τον ψυχικά και σωματικά.

Ο γιατρός υποχρεούται και μπορεί, με τα μέσα που του παρέχει σήμερα η επιστήμη του, να αμβλύνει και να απαλλάξει τον άρρωστο από τον πόνο, και με την ανθρωπιά του και την εμπάθειά του, προς τον άρρωστο, να αμβλύνει τον φόβο του μπροστά στον θάνατο, γνωρίζοντας, παράλληλα, ότι δεν πρέπει να προβαίνει σε μάταιες ενέργειες πολυπραγμοσύνης και αμυντικής ιατρικής, που ευτελίζουν την προσωπικότητα του αρρώστου και την αξιοπρέπειά του. «… και το μη εγχειρέειν τοίσι κεκρατημένοις υπό το νοσημάτων, ειδότας ότι ταύτα ου δύναται ιητρική»

Δεν είναι αποδοτική τακτική η συστηματική παραπλάνηση του αρρώστου. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που έχει σημασία είναι η φροντίδα και η αγάπη (όχι ως ρηχή και επίπλαστη συναισθηματικότητα), αλλά ως εμπάθεια, όπως προηγουμένως ορίσθηκε και ως ενθάρρυνση και υπόσχεση πραγματοποιούμενη, ότι ο πόνος και η αγωνία θα ανακουφισθούν.

Ξέρετε, τις τελευταίες μέρες του υπέφερε τρομερά, είπε η χήρα… Τρομερά σας λέω! Έσκουζε αδιάκοπα τρία μερόνυχτα. Ήταν κάτι ανυπόφορο. Απορώ πως το βάσταξα. Αχ, τι τράβηξα η κακομοίρα, δε φαντάζεστε!

Ο γιατρός έλεγε: αυτό και κείνο… το ένα και το άλλο. Αν σας προτείνουμε αυτό, τότε… Για τον Ιβάν Ίλιτς ένα μόνο πράγμα είχε σημασία: είναι τάχα επικίνδυνη η κατάστασή του ή όχι;

Αυτό το μήνα πήγε να συμβουλευτεί έναν άλλο ξακουστό γιατρό: και ο άλλος του είπε σχεδόν τα ίδια με τον πρώτο. Και η γνώμη του δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να μεγαλώσει τις αμφιβολίες και το φόβο του Ιβάν Ίλιτς. Ένας ομοιοπαθής έκανε κι αυτός άλλη διάγνωση, του έδωσε ένα φάρμακο που ο Ιβάν Ίλιτς το έπαιρνε κρυφά μια φορά τη βδομάδα

Ο πόνος στο πλευρό τον βασάνιζε . Ήταν αδύνατο τώρα να ξεγελάσει τον εαυτό του του συνέβαινε κάτι το τρομερό , καινούργιο, για πρώτη φορά τόσο σημαντικό στη ζωή του. Και το ήξερε μόνο αυτός.
Στο σπίτι του, και πρώτα πρώτα η γυναίκα του και η κόρη του έβλεπε πως δεν τον καταλαβαίνουν, αγαναχτούσαν με την μελαγχολία του , λες κι έφταιγε αυτός για το χάλι του.

Εξετάζοντας με το νου του τις λεπτομέρειες για κείνο που, σύμφωνα με την γνώμη του γιατρού του συνέβαινε, μπήκε στο νόημα. …Έφαγε , είχε όρεξη για συζήτηση…Άρχισε να ζουλάει το πλευρό του . Ναι δε με πονάει καθόλου πιά, αισθάνομαι πιά πολύ καλύτερα . ξαφνικά …θε μου θε μου: είπε ξανά ξανά ο πόνος δε λέει να σταματήσει . Δεν είναι ζήτημα απόφυσης δεν είναι ζήτημα νεφρού είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Αυτό άραγε είναι ο θάνατος; Όχι δε θέλω.

Μια μέρα που σηκώθηκε από την πάπια δεν είχε τη δύναμη να σηκώσει το παντελόνι, σωριάστηκε σε μια καρέκλα και κοίταζε με φρίκη τα γυμνά αδύνατα μεριά του με τα στραγγισμένα μουσκούλια τους. Μπήκε στο δωμάτιο ο Γεράσιμος (ο υπηρέτης) Γεράσιμε είπε… σε παρακαλώ βοήθησέ με θα σου είναι δυσάρεστο αυτό, νομίζω. Να με συγχωρείς δε μπορώ. Σας παρακαλώ κύριε . Γιατί να μην κουραστώ. Άρρωστος άνθρωπος είσαστε.

Το μεγαλύτερο μαρτύριο για τον Ιβάν ήταν το ψέμα που το παραδεχόντουσαν όλοι, ότι δηλαδή είναι μόνο άρρωστος και όχι του πεθαμού. Και ήθελαν και ανάγκαζαν τον ίδιο να παίρνει μέρος σ αυτό το ψέμα. Ένα ψέμα που κατεβάζει τη φοβερή αυτή επίσημη πράξη του θανάτου στο επίπεδο του ψαριού που σερβίρεται για φαγητό . και σεις το ξέρετε και ‘γώ το ξέρω πως πεθαίνω σταματάτε τουλάχιστο να λέτε ψέματα. Όλοι γύρω του είχαν κατεβάσει το τρομερό φαινόμενο του θανάτου στο επίπεδο μιας τυχαίας ενόχλησης ή ακόμη και απρέπειας ίσα να είχαν να κάνουν με κάποιον που μπαίνοντας σε ένα σαλόνι μυρίζει άσχημα).

Μόνο ο Γεράσιμος δεν έλεγε ψέματα . καταλάβαινε τι συμβαίνει και δεν το εύρισκε αναγκαίο να το κρύβει και συμπονούσε απλοϊκά τον κύριο του που έσβηνε μέρα με τη μέρα. Όλοι μας μια μέρα θα πεθάνουμε έτσι; Ήθελε να πει πως αυτό που έκανε για να βοηθήσει έναν ετοιμοθάνατο μια μέρα κάποιος άλλος θα το κάνει για ‘κείνον τον ίδιο.

«Αλλά ήρθε η ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, εσείς να ζήσετε. Ποιος από εμάς πάει στο καλύτερο είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον Θεό: Αλλὰ γὰρ ἤδη ὥρα ἀπιέναι, ἐμοὶ μὲν ἀποθανουμένῳ, ὑμῖν δὲ βιωσομένοις• ὁπότεροι δὲ ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα, ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢ τῷ θεῷ.» (Σωκράτης)

(1). Ερμηνευτικό και ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα
(2).Τολστόι Λ. Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς. Μετάφραση Αντρέας Σαραντόπουλος. Εκ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος. Αθήνα 1989
(3). Ομήρου. Οδύσσεια. Ραψωδία λ. μετάφραση Δ.Ν.Μαρωνίτης. σελ. 18
(4).Επίκουρος ή Ηθική. Εισαγωγή μετάφραση σχόλια Γιώργος Ζωγραφίδης. Εκδόσεις. Εξάντας. 1992
(5). Επίκουρος
(6). Jane M. Anderson, “Pain Management: Challenging the Myths,” Medical World News (April 1992): p. 20.
(7) Κατάθεση κατά την  δίκη του Kevorkian στο δικαστήριο του  Michigan ( Oakland Circuit Court, 9 June 1990).
(8). «Elderlys’ Duty to Die”, New York Times, 29 March 1984
(9). Johansen J Euthanasia: A Case of Individual Liberty? Created 10 Nov 95. Updated 14 Nov 95. Copyright 1995 by Ohio Right to Life

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης