Πρόλογος – Το παραμύθι δεν είναι ψέμα
Κάθε φορά που ένας ενήλικος λέει «μια φορά κι έναν καιρό», δεν επιστρέφει στην παιδική ηλικία• επιστρέφει στην αλήθεια πριν από τα ψέματα.
Διότι τα παραμύθια δεν είναι παιδικά• είναι απλώς ο τρόπος που η ψυχή αντέχει να πει τα πιο δύσκολα πράγματα χωρίς να καταρρεύσει.
Ο λύκος και η Κοκκινοσκουφίτσα δεν είναι πρόσωπα. Είναι ένστικτα. Είναι οι δύο φωνές που σφάζονται μέσα μας από τότε που μάθαμε να προφέρουμε τη λέξη «άνθρωπος»:
ο λύκος — πεινασμένος, άγριος, ειλικρινής, έτοιμος να σκίσει τον κόσμο για να ζήσει∙
και η κοκκινοσκουφίτσα — αθώα, αφελής, γεμάτη εμπιστοσύνη και φόβο μαζί, αποφασισμένη να περάσει μέσα από το δάσος, ακόμη κι αν δεν ξέρει γιατί.
Το παραμύθι τους είναι ο χάρτης της ύπαρξής μας. Χωρίς λύκο, η αθωότητα δεν έχει δοκιμασία. Χωρίς κοκκινοσκουφίτσα, η βία δεν έχει νόημα. Και χωρίς δάσος — χωρίς τον λαβύρινθο των φόβων και των επιθυμιών μας — δεν υπάρχει διαδρομή για κανέναν από τους δύο.
Ο λύκος μέσα μας
Δεν είναι τέρας∙ είναι πείνα.
Δεν είναι εγκληματίας∙ είναι ανάγκη.
Ο λύκος είναι η πλευρά μας που δεν έμαθε να υποκρίνεται∙ που δεν ντύθηκε κοινωνικές συμβάσεις, που δεν υποσχέθηκε τίποτα σε κανέναν. Είναι το κομμάτι μας που ουρλιάζει κάτω από τον ουρανό και δεν ντρέπεται γι’ αυτό.
Κάθε φορά που προσπαθούμε να τον σκοτώσουμε — με νόμους, με ηθική, με ψυχανάλυση ή με αυτοέλεγχο — δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να τον αφήνουμε να περιμένει στη σκιά. Και τότε, βγαίνει πιο πεινασμένος. Γιατί το σκοτάδι δεν εξαφανίζεται• το σκοτάδι περιμένει.
Η κοκκινοσκουφίτσα μέσα μας
Είναι εκείνο το παιδί που ακόμη πιστεύει ότι μπορεί να περάσει μέσα από το δάσος χωρίς να πειράξει ή να πειραχτεί.
Είναι η ευπιστία που μας κάνει ευάλωτους, αλλά και η εμπιστοσύνη που μας κάνει ανθρώπους.
Είναι η αφέλεια που γελοιοποιείται, αλλά και η ελπίδα που επιμένει.
Χωρίς αυτήν, δεν υπάρχει πολιτισμός.
Χωρίς αυτήν, ο λύκος θα είχε κατασπαράξει τα πάντα — και θα πέθαινε από πείνα.
Τα περιστέρια και τα αγάλματα
Κι ενώ λύκος και κοκκινοσκουφίτσα παλεύουν μέσα μας, απ’ έξω στέκονται τα αγάλματα.
Μάρμαρα ηρώων που ποτέ δεν ρωτήθηκαν αν ήθελαν να είναι ήρωες.
Μορφές που ίσως, αν είχαν επιλογή, να προτιμούσαν έναν καναπέ, μια τηλεόραση κι ένα πιτόγυρο από τον θάνατο και την αιωνιότητα.
Πάνω τους χέζουν περιστέρια.
Ανόητα, αθώα, ασεβή.
Αλλά πιο ειλικρινή από εμάς.
Γιατί δεν προσκυνούν, δεν υποκλίνονται, δεν ξέρουν τι σημαίνει «ιερό».
Ξέρουν μόνο ότι έχουν φτερά — και τα χρησιμοποιούν.
Κι ίσως εκεί να κρύβεται η βαθύτερη σοφία: ότι όλα όσα σηκώσαμε σε βάθρα, η φύση τα φθείρει με τον πιο απλό και ταπεινωτικό τρόπο. Και όσο εμείς χτίζουμε μνημεία για να ξεχάσουμε τον θάνατο, τα περιστέρια μας τον θυμίζουν καθημερινά με τις πιο ταπεινές χειρονομίες της ζωής.
Επίλογος – Εκεί όπου συναντιούνται όλα
Στο τέλος, ο λύκος δεν πεθαίνει.
Η κοκκινοσκουφίτσα δεν σώζεται.
Τα περιστέρια δεν σταματούν να λερώσουν τις πέτρες.
Γιατί αυτό που λέμε «άνθρωπος» δεν είναι η νίκη της αθωότητας επί της βίας, ούτε η υποταγή του ενστίκτου στην ηθική. Είναι το διαρκές τους μπλέξιμο. Είναι η στιγμή που ο λύκος μαθαίνει να μην καταβροχθίζει, αλλά και η κοκκινοσκουφίτσα να μην εμπιστεύεται τυφλά. Είναι το αγάλματα που θρυμματίζονται και τα περιστέρια που πετούν πάνω απ’ αυτά, υπενθυμίζοντάς μας ότι όλα τα ιερά είναι φτιαγμένα για να σπάνε.
Ίσως εκεί να κρύβεται και η σωτηρία μας:
όχι στην εξάλειψη του λύκου ή στην αιώνια αθωότητα της κοκκινοσκουφίτσας,
αλλά στην αποδοχή ότι είμαστε και τα δύο — και κάτι παραπάνω.
Κι όσο για τα περιστέρια;
Ας τα αφήσουμε να συνεχίσουν. Είναι οι μόνοι που θυμίζουν στους νεκρούς και στους ζωντανούς
ότι καμία μνήμη δεν είναι άφθαρτη και καμία ιερότητα δεν είναι υπεράνω της ζωής.

