Πριν 10 χρόνια (πότε πέρασαν, ούτε που το κατάλαβα), πέρασα για πρώτη φορά τη πόρτα της δουλειάς μου στην οποία είμαι μέχρι σήμερα.
Ήμουν φοβισμένη και παράλληλα ένιωθα δέος. Ήμουν μόλις 20 ετών και κατάφερα να μπω σε μια δουλειά χωρίς μέσον και χωρίς να χρειαστεί να ξαπλώσω σε διάφορα κρεβάτια για μια καλύτερη θέση.
Το περιβάλλον ήταν αρκετά καλό. Υπήρχαν μόνο νέοι άνθρωποι που είχαν κοινά- σχεδόν- ιδανικά και που δούλευαν πολλές ώρες χωρίς παράπονο. Και πώς να είχαν άλλωστε …
Όλα ήταν τέλεια. Ή μάλλον σχεδόν όλα…
Στο ίδιο γραφείο εργαζόταν μια κοπέλα, λίγο μεγαλύτερη από μένα ηλικιακά, αλλά και επαγγελματικά αφού ήταν στο γραφείο ήδη 2 χρόνια.
Από τη πρώτη μέρα κιόλας δεν έδειξε φιλική διάθεση και δεν έκρυψε το γεγονός ότι δεν με «γουστάρει».
Εγώ στην αρχή τη πήρα με το καλό. «Θες να πάμε για φαγητό μαζί;»
Η απάντηση: «Εννοείται πως όχι. Τι κοινό έχουμε να κουβεντιάσουμε εμείς άλλωστε;»
Άει σιχτίρ στη τελική, είπα μέσα μου. Σου δίνω και αξία! Τη δουλειά σου κι εγώ τη δική μου. Αρκεί να μην επηρεάζει τη δουλειά μου.
Και όμως την επηρέαζε. Έψαχνε το γραφείο μου, άνοιγε τα συρτάρια μου και πήγαινε κι έλεγε στο αφεντικό μου ότι όλα τα έκανε αυτή! Ήταν πιο παλιά και το αφεντικό την πίστευε. Μέχρι που κάποια μέρα ξέσπασα.
«Ποια νομίζεις πως είσαι; Εσένα σε έκανε μάνα κι εμένα σκύλα; Τί είμαστε εδώ, στρατός κι εσύ είσαι ο λοχίας; Σε σιχαίνομαι! Κακιασμένη! Στρίγγλα!»
Δεν απάντησε. Δεν είπε τίποτα. Σε μένα τουλάχιστον, γιατί στο αφεντικό τα είπε όλα!
Ο οποίος με φώναξε στο γραφείο και μου τα έχωσε κανονικά. Παραλίγο να χάσω τη δουλειά μου που τόσο αγαπούσα.
Μέχρι που της έτυχε κάτι. Στην οικογένεια της. Είναι προσωπικό…
Μετά από καιρό την προσέγγισα. Πιο χαλαρά και πιο ανθρώπινα. Έχοντας ξεχάσει ό,τι κι αν μου είχε κάνει…
Μετά από 2 χρόνια έφυγε από το γραφείο. Βρήκε καλύτερη δουλειά.
Της μιλάω ακόμα. Δεν μας λες και κολλητές, αλλά μιλάμε, λέμε για δουλειά και όχι μόνο.
Ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα γίνω ποτέ έτσι. «Λοχίας». Και το κατάφερα.
Όταν καμιά φορά οι νεότεροι κάνουν καμιά βλακεία, σαν αυτές που έκανα εγώ, φωνάζω και μπορεί να φωνάζω και πολύ. Αλλά μετά ζητάω συγνώμη. Και την εννοώ. Και στεναχωριέμαι κιόλας… Ποτέ μα ποτέ όμως δε χτύπησα τη πόρτα του αφεντικού μου. Και δεν έχω σκοπό και να το κάνω!

