Γιατί να υπάρχουν στιγμές αλησμόνητες; Γιατί να μην μπορείς να ξεχάσεις; Αυτά τα ερωτήματα βασάνιζαν το ξανθό κεφαλάκι της πρωταγωνίστριας της ιστορίας μας. Προσπαθούσε να ξεχάσει δυο ματάκια γαλανά…

“Μακάρι να μην τον είχα γνωρίσει. Τι μου έλειπε και πήγε με την Καίτη;” έκλαιγε στην αγκαλιά της φίλης της. “Εγώ φταίω που τον άφησα να γίνει το “αφεντικό”… Έπρεπε να τον έχω ακόμη όπως στην αρχή. Σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε…

Πήρε αέρα και να τα αποτελέσματα καβάλησε… όχι το καλάμι αλλά την φίλη-φίδι την Καιτούλα!”

Απαρηγόρητη, δεν ξέρω αν αυτό που την πείραζε περισσότερο την ξανθιά απατημένη καλλονή ήταν το κεράτωμα του Τάκη ή η προδοσία της φίλης της.

“Από την κατασκήνωση μαζί, στις κοπάνες μαζί, στο πρώτο της διαζύγιο μαζί… Της γυναίκας η καρδιά τελικά είναι μια άβυσσος πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος. Δυστυχώς αυτή υπήρξε σκέτη κόλαση με την κυριολεκτική έννοια για μένα, με την σεξιστική για τον Τάκη”.
Η φίλη παρηγορήτρα – εγώ, η οποία ήξερε την Καίτη αλλά ποτέ δεν έβαζε ο νους της ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, δηλαδή να πάρει τον άνδρα της καλύτερής της φίλης, προσπαθούσε να την παρηγορήσει…

“Χάθηκαν οι άνδρες; Και αυτή η ευλογημένη τι ζήλεψε από τον Τάκη, μετά συγχωρήσεως κιόλας καλή μου…”

“Όχι καλά τα λες. Του σάτυρου τι του ζήλεψε; Την κοιλιά του που είναι σαν του Βούδα; Κάθε φορά που τη χάιδευα έκανα και ευχή όπως υπέρ υγείας… Για να μην θυμηθώ το ροχαλητό του. Και νεκρούς ξυπνούσε! Όλα στραβά τα είχε το γλυκουλίνι μου…” έλεγε και έκλαιγε. Οι λυγμοί, η μπουκωμένη μύτη έδιναν έναν ακαταλαβίστικο τόνο.

Τώρα είχε μπλέξει στη συζήτηση και μια Σούλα… Προφανώς κάποια γνωστή της “πέτρας του σκανδάλου” γιατί όλο έλεγε “τι σούλα, τι σούλα Θεέ μου”…

“Ποια είναι η Σούλα; Τι τη θέλεις χριστιανή μου. Ας ξεμπερδέψουμε μόνοι μας δεν χρειαζόμαστε άλλους” πρόσθετε παρήγορα η άσχετη.

Η απατημένη φίλη μου έβριζε χυδαία την Καιτούλα αλλάζοντάς της το όνομα πότε σε …Σούλα και πότε σε …Άννα. Από ό,τι φάνηκε ήξερε και από αεροπλα…νικά κόλπα.

“Βρε μωρό μου ηρέμησε θα πάθεις κάτι. Πες μου πώς έγινε το μοιραίο; Σου το είπαν, το είδες; Ακόμη δεν μου είπες τα βασικά. Μήπως βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα;” ήθελα να ικανοποιήσω την αδηφάγα περιέργειά μου.

Η αλήθεια είναι ότι όλο και έφτυνα τον κόρφο μου η φίλη. Αν μου το έκανε εμένα αυτό ο Γιάννης; Τώρα θα ήταν καραφλός. Τρίχα τρίχα θα του είχα βγάλει τα μαλλιά από κάθε σημείο του κορμιού του. Ναι, ακόμη και από τις μασχάλες;

“Να…” ξεκίνησε την αφήγηση φυσώντας την μύτη της σε ένα χιλιοχρησιμοποιημένο χαρτομάντιλο. Το κουτί με τα τουλουμπάκια είχε ανοίξει. Ένα σοροπιασμένο ξεροτηγανισμένο τουλουμπάκι είχε αφήσει την τελευταία σταγόνα γλύκας στον δείκτη και τον αντίχειρά της.
Χάθηκε μέσα στο στόμα της και ζαχάρωνε τον πικραμένο ουρανίσκο της ξανθιάς απατημένης.

“Μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αν δεν είχα γυρίσει πιο νωρίς από την μανούλα θα είχαν αφήσει τα ερωτικά τους σημάδια στο κρεβατάκι μας… Αυτό το στρώμα το διάλεξα για τα δικά μας ερωτικά κόλπα και όχι για το… κόλπο της αχαρακτήριστης!”

Δεν είχαν λυθεί οι απορίες μου. Ήθελα τη λεπτομέρεια της κλειδαρότρυπας. “Πες μου ήταν ντυμένοι, γυμνοί, σε τι στάση;”

“Α… μην μου ξυπνάς το παρελθόν. Πονάω. Ήταν αυτός όρθιος δίπλα στο κρεβάτι και εκείνη…” σταματά την διήγηση.

Το τηλέφωνο κουδουνίζει προμήνυμα ειδήσεων από το – κατά τη φίλη μου, τέρας, βόδι, σαρδανάπαλο, παχύδερμο και όποιο άλλο ζώο μπήκε στην κιβωτό του Νώε.

“Σήκωσέ το. Να δούμε τι θέλει να μας πει. Μπορεί να υπάρχει λογική εξήγηση”. Έκανα να το πιάσω.

“Θα τον χωρίσω πάει και τελείωσε”, επαναλάμβανε καθώς κατέβαζε ένα ακόμη τουλουμπάκι. “Θα τον χωρίσω”.

“Βρε αγάπη μου μην κάνεις έτσι για ένα ψύλλου πήδημα”. “Ε, όχι και του ψύλλου το πήδημα; Νομίζω ότι δεν διαγωνίζονταν στο jump του Michael Jordan, αλλά στο άλμα εις μήκος… του κρεβατιού” συμπληρώνει με ειρωνεία.

“Εννοώ άνευ σημασίας. Μπορεί να ήταν μια κακιά στιγμή που λέμε. Εσένα δεν σου έχει τύχει να κάμπτονται οι αντιστάσεις σου;” επεξηγούσα στο ξανθό κεφάλι γιατί κάπου το έχανε στις παροιμοιώσεις.

“Τι άλλο να δω για να τον χωρίσω. Να δοκιμάζουν τις αντοχές τους στο τεστ κοπώσεως του σεξ; Τι μου έλειπε;” έπιασε πάλι τις ψιλές νότες.

“Θα το σηκώσω”, λέω και της αρπάζω το τηλέφωνο από τα χέρια. Για να επιμένει πάει να πει ότι σε θέλει πίσω και σε αγαπάει. Κάτι επιπόλαιο ήταν η Καίτη που την είχαμε ξαναβαπτίσει. Η αλήθεια είναι ότι της ταίριαζε περισσότερο το …σούλα. Αν και εγώ προτιμούσα το Νίτσα μου-Νίτσα μου!

“Έλα Τάκη”, απαντώ με την ψυχρότητα Ιγκλού. “Τι θέλεις από τη ζωή μας. Μας διέλυσες, μας πέθανες…”

Ο πρώτος πληθυντικός δήλωνε ότι συμπαραστεκόμουν στο δράμα της φίλη μου και το ζούσα.

“Μην την ακούς. Υπερβολές. Πες της πως θέλω να τη δω. Πρέπει να μιλήσουμε. Είναι ανάγκη. Αν θέλει να περάσω από το σπίτι κάποια στιγμή!” παρακαλούσε ή μήπως όχι. Άσε που δεν είχα ακούσει τίποτα για συγγνώμες και μετάνοιες.

Μπορεί να τα κρατούσε για τις προσωπικές τους στιγμές.

“Θα της το πω. Αλλά να ξέρεις ότι είναι πολύ θυμωμένη μαζί σου. Και εσύ, βρε Τάκη, στα καλά του καθουμένου; Γιατί θέλεις να διαλύσετε το σπίτι σας;” είχα αναλάβει το ρόλο του διαμεσολαβητή Μπερνς.

“Πω, πω… Γυναικεία αλληλεγγύη και μπούρδες. Αφού μου τα είπε η Καίτη και εσύ βούρλο την ανεβάζεις βούρλο την κατεβάζεις. Σε εμένα;” Ήθελε να βγει και από επάνω; Η …σούλα ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Μόνο είχε πάρει την κουτάλα και μας είχε ανακατέψει για τα καλά.
Σαν τις γάτες τα έκανε καλά – καλά… Τώρα ανακάτευε την άμμο για να τα καλύψει. Όμως την πρόδωσαν οι οσμές.

Είχα νευριάσει κι εγώ τώρα. Θα τον έδερνα τον Τάκη. Τι να πω στη φίλη μου; “Αγάπη μου θα βρεις καλύτερο. Αυτός δεν σου αξίζει. Ο άξεστος, ο ηλίθιος, ο… λερώνω και το στόμα μου”.
Την είχα πάρει αγκαλιά και την παρηγορούσα. “Τον αγαπάω τον μούργο!” μόνο τότε μαλάκωσα και αποφάσισα να τους φέρω σε επαφή.

Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Η συνάντηση θα γινόταν σε ουδέτερο έδαφος. Σπίτι μου. Εγώ και ο Γιάννης θα ήμασταν παρόντες.

Πρώτα όμως η ξανθιά καλλονή, της οποίας την τύχη δεν θα ζήλευε ούτε η πιο άσχημη γυναίκα στη γη, έπρεπε να κλείσει το κουτί με τις τουλούμπες. Να ομορφύνει για να αποδείξει στον καβαλάρη… της φοράδας ότι αυτός ΧΑΝΕΙ!

Είχαμε γενική, από την κορυφή, ρίζα, ίσιωμα και ψαλίδι για λίγες ανέμελες μπουκλίτσες, μετά νύχια, γαλλικό μανικιούρ, πεντικιούρ για να τονίζεται με το ελαφρύ μαύρισμα με σολάριουμ – γιατί το self tanning είχε χρωματίσει τα δάχτυλά της την προηγούμενη φορά και έμοιαζε με την Ερατώ από τους ψίθυρους καρδιάς.

Ρούχα… Σέξι τοσοδούλι μίνι και αβυσσαλέο ντεκολτέ. Δυο σταγόνες από το τυχερό της άρωμα και ήταν έτοιμη για να υποδεχθεί τον Τάκη, χωρίς την Καίτη!

ΠΕΝΤΕ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ

Στο σπίτι της Καίτης έμπαινε ο “άπιστος”. Κρατούσε στα χέρια του δύο εισιτήρια. Πάντως δεν έμοιαζαν με εισιτήρια για την προκριματική φάση του Παναθηναϊκού για το Champions League.

“Δεν μου μιλάει κανένα από το κορίτσια. Όλα αυτά εξαιτίας σου. Υπερασπίσου με. Κάνε κάτι Τάκη. Εγώ δεν είμαι σαν την ξανθομαλλούσα που έσερνες τόσα χρόνια. Επαναλαμβάνω κάνε κάτι γιατί με έχασες…”

“Τι σου έχω; Τι έχω εγώ για το μωράκι μου;”, λέει και ανεμίζει τα εισιτήρια. “Τι είναι αυτά; Εδώ έχουμε μπλεξίματα και εσύ σχεδιάζεις ταξίδια μοναχά για πάρτη μας”.

“Ναι. Θα πάμε ένα ταξίδι στην Αίγυπτο μόνο θάλασσα, ήλιος και χαλάρωση. Θα κάνουμε μια βόλτα με καμήλες και θα δούμε τις πυραμίδες”. Όσο περιέγραφε το ειδυλλιακό ταξίδι ο Τάκης, η Καιτούλα είχε πάρει μια έκφραση αηδίας.

“Καλά να περάσεις χρυσέ μου… Σιγά μην πάω σαν τους συνταξιούχους να δω τις Πυραμίδες, να φάω χουρμάδες και να αγοράσω χαλιά. Με μπέρδεψες με την ξανθοπυροκοραλλοκαναρινή κοριτσάρα σου”, έσκουζε με φωνή Μοιραράκη, λες και διαφήμιζε την πραμάτεια της.

“Εγώ δεν είμαι για τέτοια ζωούλα. Είμαι για Μόντε Κάρλο, Κάννες, Κυανή Ακτή, Μαλδίβες… Καλά περάσαμε, ωραία ήταν και στο στρώμα και στο υπόστρωμα, αλλά ως εδώ”.

Ο Τάκης είχε χλωμιάσει. Λίγο ακόμη και θα σωριάζονταν στο ξύλινο πάτωμα της Καιτούλας. Ο εγωισμός του κομμάτια. “Τι λες;”

“Σε διαφήμιζε και η χαζή η φίλη μου ως greek hot καμάκι, αλλά αποδείχθηκες λαπάς…” κατακεραύνωνε τον άστατο Τάκη.

Μάζεψε τον θιγμένο του εγωισμό, τις προσβολές που είχε δεχτεί και αποχωρούσε από την αρένα. Είχε βγει knock out.

ΠΕΝΤΕ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ

Να σου ο Τάκης γαμπρός με τις φρεσκαδούρες του, τα λουλούδια του, τα σοκολατάκια πραλίνες που τόσο άρεσαν στον έρωτά του, να χτυπά το κουδούνι.

Τον έβλεπα από την κάμερα του θυροτηλεφώνου να φτιάχνει τα μαλλιά του. Ήταν έτοιμος να κερδίσει τη μάχη και τον ξανθό του άγγελο.

Εκείνη πάλι έλαμπε… Εγώ και ο Γιάννης βουβοί θεατές. Τα τυπικά, ποτάκι, γλυκάκι και ότι απαιτείται για να σπάσει ο πάγος. Η συζήτηση ξεκινά… Εμείς τους αφήνουμε μόνους.

“Γιατί φτάσαμε ως εδώ αγάπη μου;” λέει αυτός. “Μα με την φίλη μου; Ήταν ανήθικο. Τόσο πολύ σου άρεσε;” κλαίει αυτή, αν και είπαμε να μην το κάνει.

“Πάει ήταν ένα… μια λάθος στιγμή, να το πω; Ας μην χαλάσουμε τη σχέση μας για ψύλλου πήδημα”. Αυτός ο ψύλλος ήταν πάντα μέσα στις κουβέντες μας. Χωρίς να λογαριάζουμε πόσο ψηλά πηδάει ο ψύλλος… Άρα δεν ήταν και κάτι απλό.

Σε εκείνο το σημείο ο Τάκης βγάζει τους άσσους από το μανίκι του. Η απατημένη δεν είχε πει τίποτα από όσα έκανε πρόβα για το τι θα πει στον Καζανόβα.

“Έβγαλα εισιτήρια για να κάνουμε ένα ρομαντικό ταξιδάκι… Αίγυπτο! Λοιπόν;” περίμενε να πέσει στην αγκαλιά του.

“Μόνο οι δύο μας. Θα ξυπνάμε και θα κάνουμε έρωτα, θα τρώμε πρωινό και θα κάνουμε έρωτα, θα βουτάμε στην πισίνα και θα κάνουμε έρωτα”.

Γενικά θα είχε πολύ έρωτα αυτό το ταξίδι… Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.

“Ρε ξέρεις ποια είμαι εγώ;” σηκώθηκε όρθια ουρλιάζοντας η ξανθιά απατημένη Παναγιά. “Εγώ είμαι η Λένα και σε χρυσή καδένα θέλω να με φοράς…” και συνέχιζε το πρόγραμμα στο Μπαραμπόμπα.

“Μα τι λες; Τι σε έπιασε; Σου ζητώ συγγνώμη. Η Καίτη δεν σημαίνει τίποτα για μένα… Πού να σου ορκιστώ; Στην αγάπη μας…”

Η Λένα είχε μεταμορφωθεί σε καθηγήτρια πανεπιστημίου και το ξανθό είχε αποβληθεί από τον οργανισμό της… “Δεν σημαίνει τίποτα ε; Κι αυτό τι είναι;”

Πατάει το play από ένα ηχητικό μήνυμα που δέχτηκε. Ακούγεται ο Τάκης να παρακαλάει την Καιτούλα και να της τάζει την εξερεύνηση του αιγυπτιακού πολιτισμού… Πάρ’ το και δρόμο.
Με τη συνοδεία κίνησης η ξανθιά πρωταγωνίστρια, της οποίας τα μαλλιά σαν να είχαν σκουρύνει λίγο, μας ανακοινώνει, “Τάκης τέλος!”

Του πετάει το σακάκι, τα εισιτήρια και του κλείνει την πόρτα στη μούρη. Την άνοιξε μόνο για να του πει, “Σε περίπτωση που πας να το προτείνεις και σε τρίτη, θέλω να σου πω ότι το διαβατήριό σου έχει λήξει, teddy boy!”

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης