Οι ντροπιαστικές στιγμές τής Πολιτικής και τής Δημοσιογραφίας
στη «συνέντευξη-
“πλυντήριο”».

Γράφει ο Γιώργος Μιχάλακας

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:

Αγαπητές Αναγνώστριες και Αγαπητοί Αναγνώστες,

αισθάνομαι το ηθικό χρέος -όντας σεβόμενος τον χρόνο σας-

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

να σάς ενημερώσω εκ προοιμίου

ότι το ακόλουθο πόνημα απαιτεί να αφιερώσετε 30 λεπτά ανάγνωσης.

Γιατί προβαίνω σε ετούτην την ιδιότυπη (προ)ειδοποίηση..;

Προς τι ένας πρόλογος που είναι γραμμένος μετά από τον επίλογο;

Διότι -όσο κι αν το Μάρκετινγκ ορίζει πως θα έπρεπε να επιλέξω τη σιωπή

(ήτοι, «Άσ’ τους να το ξεκινήσουν, κι όπου φτάσουν…»)-

επ’ ουδενί θα ήθελα να διαβάζετε, να διαβάζετε,

και να φτάσετε κάποια στιγμή να σκεφθείτε «Πότε επιτέλους θα τελειώσει αυτό το γαμημένο άρθρο;».

Ναι, αντιλαμβάνομαι πλήρως,

ότι ιδίως στην «Εποχή τού Διαδικτύου»

όπου έχουμε συνηθίσει να κινούνται και να συμβαίνουν όλα με ιλιγγιώδη ταχύτητα,

μία δημοσιογραφική ανάρτηση που ζητά μισή ώρα από τη ζωή μας και από τη σκέψη μας,

αγγίζει όρια που δικαιούται μόνο η Λογοτεχνία.

Όμως, θα ήθελα τουλάχιστον

-ακόμη κι αν αποφασίσετε ότι δεν επιθυμείτε να διαθέσετε τον απαραίτητο χρόνο- 

να σάς εξηγήσω πώς προέκυψε το εκτενέστατο άρθρο-ρεπορτάζ…

Η τραγωδία των Τεμπών ήταν ένα σκληρό χτύπημα στην ψυχή μας·

ακόμη ένα, μετά την Ηλεία, μετά τη Μάνδρα, μετά το Μάτι,

και εν μέσω τής καλπάζουσας εγκληματικότητας και διαφθοράς

όπου εμπλέκονται μαφιόζοι, πολιτικοί, δικαστές, αστυνομικοί,

μετατρέποντας την καθημερινότητά μας σε «Σισύφειο Μάχη».

Η τραγωδία των Τεμπών -ακριβώς λόγω των μετέπειτα αποκαλύψεων και συμπεριφορών-

φτάνει να γίνεται η αιματηρή σταγόνα που εξεχείλισε το ποτήρι των αχόρταγων βρικολάκων.

Έτσι, είναι απολύτως λογικό,

ότι η συνέντευξη που θα έδινε ο πρωθυπουργός τής χώρας

τρεις ολόκληρες εβδομάδες μετά το πολύνεκρο δυστύχημα,

θα είχε τη δική της κοινωνική-πολιτική-ιστορική σημασία.

Όταν εξεκίνησα να ετοιμάζω το πόνημα,

δεν υποψιαζόμουν κατ’ ελάχιστον την έκταση που θα προσελάμβανε εν τέλει·

η έκταση ενός πονήματος δεν μπαίνει σε καλούπια,

παρά μόνον εξαρτάται από την πληρότητά του

και από την αίσθηση τού εκάστοτε (συγ)γράφοντος

ότι είπε όσα σκεφτόταν, όσα ήθελε και όσα αισθανόταν την ανάγκη να εκφράσει.

Το μοναδικό σχεδιάγραμμα που είχα στο μυαλό μου,

ήταν η αυτολεξεί καταγραφή κομβικών αποσπασμάτων τής συνέντευξης

και το κατοπινό σχόλιό μου για κάθε επίμαχη λεπτομέρεια-τοποθέτηση-διατύπωση.

Ε, λοιπόν, αυτό το πράγμα αρνούταν την ολοκλήρωσή του·

διαρκώς ενετόπιζα και παρετηρούσα καινούργιες κι αξιοσημείωτες παραμέτρους,

διαρκώς προέκυπταν στοιχεία που μού εζητούσαν επιτακτικά

να έβρισκαν τη δική τους θέση σε ετούτον τον απρομελέτητο δημοσιογραφικό μαραθώνιο. 
Από κάποια στιγμή και μετά, ήταν ένα στοίχημα για εμένα να κατέγραφα κάθε τι·

είχα υπερβεί εκείνο το οριακό σημείο τής σωματικής, πνευματικής και ψυχικής κόπωσης

όπου σχεδόν κατακλύζεσαι από σιγουριά ότι θα λιγοθυμήσεις, ότι θα τα παρατήσεις.

Η ιδρυματοποίηση που υποστήκαμε από το τραγικό συμβάν

και η ασφυκτική πολιτική αναλγησία που μάς κατέκλυσε στη συνέχεια,

με οδηγούσαν αδήριτα να εξωτερικεύσω τα «έσω» μου.

Συνολικώς αφιέρωσα πάνω από είκοσι ώρες συγγραφής

(οκτώ ώρες ακριβέστατης αποδελτίωσης-απομαγνητοφώνησης

και σχεδόν διπλάσιες για τον σχολιασμό και την έρευνα)·

έγραφα επειδή το είχα ανάγκη,

έγραφα επειδή ένοιωθα ότι μού το όφειλα ως άνθρωπος, ως συνάνθρωπος, ως πολίτης, ως δημοσιογράφος.

Κάπου στο βάθος ερχόταν πού και πού η φευγαλέα σκέψη

«Ποιος θα το διαβάσει αυτό, ρε..;»,

άλλοτε σκεφτόμουν να προέβαινα στην αναπηροποίηση τής δυστοπικής ολότητας

και να εμείωνα την απαιτούμενη διάρκεια ανάγνωσης κατά το ήμισυ

(περικόπτοντας την αναλυτική-αυτολεξεί καταγραφή των λεχθέντων

και αναφέροντας μόνο τα επίμαχα αποσπάσματα που θα δείτε να είναι υπογραμμισμένα),   

όμως εδώ επρόκειτο για μία από εκείνες τις ιδιαίτερες στιγμές

που ναι μεν ό,τι κάνεις το κάνεις για εσένα,

αλλά -οποία μαγεία- έχεις αφαιρέσει το «εγώ» σου.

Εγνώριζα ήδη ότι ελάχιστοι θα έμπαιναν στο κόπο να διαβάσουν τον κόπο μου,
εγνώριζα συνάμα πως το γεγονός απομακρυνόταν από την Επικαιρότητα, 

όμως ήμουν πεπεισμένος ότι είχα πράξει το Σωστό.

Η κινητήριος δύναμη ήταν ο Πόνος και έτσι προέκυψε το Πόνημα.

Αυτά ήθελα να μοιραστώ μαζί σας

και αισθάνομαι ότι ως εδώ με ετιμήσατε επαρκώς με την ανάγνωσή σας.

Σάς ευχαριστώ θερμά για την ήδη κατατεθειμένη προσοχή σας

και σάς αφήνω παρέα με τη βούλησή σας, με τη διάθεσή σας και με τον χρόνο σας…

ΤΟ ΠΟΝΗΜΑ

Ο στόχος ήταν εξ αρχής δεδομένος και πασίδηλος·

το «πλυντήριο» που επρόκειτο να προβληθεί στις οθόνες μας το βράδυ τής Τρίτης,

είχε προαναγγελθεί με ένα κατάπτυστο τρέϊλερ

όπου οι εικόνες από την τραγωδία των Τεμπών μπλέκονταν με «lifestyle» πλάνα

και με στιγμιότυπα που παρέπεμπαν στη συνάντηση δύο κολλητών φίλων

πριν ξεχυθούν σε πανάκριβα restaurants και clubs ένα ανέμελο βράδυ Σαββάτου.

Οι αντιδράσεις για το αισχρό σποτάκι ήταν εντονότατες,

ο κληρονομικώ αδίκω πρωθυπουργίσκος απαθανατιζόταν

σε στιγμές ηδονικής σύνδεσης με το κινητό του,

ο δημοσιογράφος -ωσάν πιστός υπηρέτης- περιφερόταν γύρω του με το «σελφοκόνταρο»,

ο «Alpha» αναγκάστηκε να αλλάξει άρδην το οπτικο-ακουστικό περιεχόμενο

και να περιορίσει αισθητά το υφέρπον «λιβανιστήρι»

(το αρχικό γλοιώδες σπικάζ έλεγε 

«Η τραγωδία στα Τέμπη και οι ευθύνες των πολιτικών.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντά στα ερωτήματα των νέων.

Η αυτοκριτική του και οι αποφάσεις του.

Τρίτη, στις 11 παρά 10 το βράδυ, στους Πρωταγωνιστές με τον Σταύρο Θεοδωράκη.»,

το διαφοροποιημένο σπικάζ που προβαλλόταν την ημέρα τής εκπομπής έλεγε

«Η διαχρονική εγκατάλειψη του Ελληνικού Σιδηροδρόμου.

Έργα που πληρώνονται αλλά δεν ολοκληρώνονται.

Και οι ευθύνες της Κυβέρνησης.

Τα ερωτήματα που πρέπει να γίνουν στον Πρωθυπουργό, θα τα κάνουν οι Πρωταγωνιστές”.

Νέοι που ήταν στο τρένο, ρωτούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Απόψε, στις 11 παρά 10 το βράδυ, στους Πρωταγωνιστές με τον Σταύρο Θεοδωράκη.»).

Ο «Πρωταγωνιστής» Κούλης Μητσοτάκης και ο «δευτεραγωνιστής» Σταύρος Θεοδωράκης 
είχαν ήδη υποστεί το πρώτο «Βατερλό» τους.
Ήταν μόνο η αρχή…

Η μαγνητοσκοπημένη εκπομπή απετέλεσε βάρβαρη δοκιμασία για τα νεύρα μας

και -κυρίως- για την ψυχή μας.

Ήταν δε,

τόσα τα σημεία που συνιστούσαν ανερυθρίαστη πρόκληση στους πολίτες

και ιδίως ύβρι προς τούς νεκρούς, προς τις πενθούσες οικογένειες,

προς τούς τραυματίες και εν γένει προς τούς επιζώντες,

που κατέστη επιτακτικό να γίνει αναλυτική καταγραφή.

Πάμε, λοιπόν,

να επισημάνουμε και να σχολιάσουμε τις στιγμές τής δημοσιογραφικής και πολιτικής ξεδιαντροπιάς… 

1ο σημείο

Άμω τω ξεκινήματι,

από το πρώτο δευτερόλεπτο τής κατ’ ευφημισμόν συνέντευξης,

από την πρώτη ερώτηση που υποβάλλει ο Θεοδωράκης στον Μητσοτάκη,

διαλύεται κάθε αμφιβολία μας για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει…

– Καλησπέρα, κύριε πρόεδρε.

– Καλησπέρα, κύριε Θεοδωράκη.

– Φοβάμαι ότι δεν ήταν η «κακιά στιγμή»·

ήταν η στιγμή που η χώρα συγκρούστηκε με τις αμαρτίες της.

Ήτανε η στιγμή που η χώρα ήρθε αντιμέτωπη -όπως σωστά λέτε- με διαχρονικές αμαρτίες.

Μια τραγωδία, η οποία δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε συμβεί.

Είναι αδιανόητο να σκεφτόμαστε

ότι στην Ελλάδα τού 2023 μπορεί να βρίσκονται δύο τρένα στην ίδια γραμμή,

σε αντίθετη φορά, και κανείς να μην το έχει αντιληφθεί.

Και πιστεύω ότι όλοι οι πολίτες έχουν -μέσα στον θυμό και στην οργή τους- αντιληφθεί,

ότι στο ατύχημα αυτό συμπυκνώνονται παθογένειες πολλών δεκαετιών,

τις οποίες όμως έχουμε μια υποχρέωση πια δραστικά να αντιμετωπίσουμε.

ΣΧΟΛΙΟ:

Ο Σταύρος Θεοδωράκης παρακάμπτει το γεγονός ότι υπήρξαν 57 θάνατοι από σύγκρουση αμαξοστοιχιών

και χρησιμοποιεί τη -λογοτεχνική μεν, πλην όμως ασεβή- διατύπωση

«…η χώρα συγκρούστηκε με τις αμαρτίες της.»,

επιδιδόμενος σε ακαριαία διασπορά ευθυνών και δίνοντας μία πρώτης τάξεως πάσα

ώστε ο Μητσοτάκης να αναμασήσει ένα από τα βασικά του αυτο-ελαφρυντικά,

κάνοντας λόγο για «διαχρονικές αμαρτίες» και «παθογένειες πολλών δεκαετιών»,

ενώ αφήνει και σαφές υπονοούμενο για τον αγαπημένο του ένοχο, τον σταθμάρχη Λάρισας.

Ακριβώς επειδή το ίδιο αίολο και έωλο επιχείρημα περί Διαχρονικότητας,

έχει ειπωθεί αναρίθμητες φορές και είναι βέβαιο ότι θα λεχθεί άλλες τόσες και στο μέλλον

(θα το συναντήσουμε επανειλημμένα και στη συνέχεια τού παρόντος αναγνώσματος),

οφείλουμε να τονίσουμε ότι από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν

το κόμμα που έχει κυβερνήσει κατά το μεγαλύτερο διάστημα

και φέρει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη Διαχρονικότητα τής Παθογένειας,

είναι η «Νέα Δημοκρατία».

Ως εκ τούτου, συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα,

ότι η «Νέα Δημοκρατία» αρνείται επί δεκαετίες να διορθώσει τον εαυτό της

και τώρα επιδίδεται σε ρετροσπεκτίβες ευθυνών

(ρετροσπεκτίβες που είναι γαρνιρισμένες με φανφάρες κίβδηλης αυτοκριτικής),

με μοναδικό σκοπό και στόχο να αποσείσει την εγκληματική ανεπάρκειά της.

Και βεβαίως, εξ αρχής η «Γλώσσα τού Σώματος» παρήγαγε τις πανίσχυρες σημειολογίες της.  

Ο Μητσοτάκης καθόταν σταυροπόδι στην κηδεία τού Μίκη Θεοδωράκη.

Ο Μητσοτάκης καθόταν σταυροπόδι στην εκπομπή τού Σταύρου Θεοδωράκη,

χωρίς να τού καίγεται καρφί για τις πρόσφατες 57 κηδείες.

Εν αντιθέσει με τον μονίμως ευρισκόμενο σε ευσεβή καθήμενη θέση δημοσιογράφο,

ο Μητσοτάκης δεν επρόδωσε το σταυροπόδι του έστω για μία στιγμή.

2ο σημείο

Ο Σταύρος Θεοδωράκης διαβάζει ερωτήσεις

που απευθύνουν οι επιζήσαντες τής τραγωδίας στον Κούλη Μητσοτάκη:

– Ευδοκία Τσαγκλή, σύμβουλος επικοινωνίας, ήταν στο τρένο..:  

Αν ήμουν κόρη σας, κύριε πρωθυπουργέ,

και μετά απ’ αυτό που έπαθα σάς έλεγα πως φοβάμαι και θέλω ν’ αλλάξω χώρα,

τι θα με συμβουλεύατε;

Στο άκουσμα τής ερώτησης ο Μητσοτάκης χασκογελάει
(διέπραξε επανειλημμένα ετούτην την ασέβεια κατά τη διάρκεια τής συνέντευξης).

– Θα έλεγα στην Ευδοκία,

η οποία έχει ηλικία -απ’ ό,τι κατάλαβα- λίγο μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη μου κόρη,

ότι έχει κάθε λόγο να είναι θυμωμένη, να φοβάται, να ανησυχεί·

δεν γίνεται σήμερα ένα νέο παιδί να μπαίνει στο τρένο

και να αισθάνεται ότι μπορεί να τού συμβεί κάτι τόσο τραγικό.

Θα τής έλεγα, όμως, ότι πρέπει τελικά να επιμείνει,

να βάλει κι αυτή πλάτη για να αλλάξει αυτή η χώρα.

ΣΧΟΛΙΟ:

Ντράπηκε και η Ντροπή.

Ντράπηκε και η Ντροπή.

Εδώ έχουμε μία από τις περιπτώσεις που η Επανάληψη γίνεται ο Αντίλαλος τού Απίστευτου.

Εδώ μιλάμε για Απίστευτη Ξευτίλα.

Εδώ μιλάμε για Απίστευτη Αναλγησία.

Εδώ μιλάμε για Απίστευτο Κυνισμό.

Εδώ μιλάμε για Απίστευτη Απουσία Ενσυναίσθησης.

Ο πρωθυπουργός μιας χώρας, ζητάει από επιζήσασα τραγωδίας «να βάλει πλάτη».

Ο πρωθυπουργός μιας χώρας, ζητάει από τούς επιζήσαντες τραγωδίας «να βάλουν πλάτη».

Δυστυχώς για την Ελλάδα μας,

αυτός ο θλιβερός «πρωθυπουργός μιας χώρας» είναι ο πρωθυπουργός τής Ελλάδας.

Ναι, αυτός ο «κληρονομικώ αδίκω πρωθυπουργίσκος» (όπως τον αποκαλώ στα πονήματά μου),

αυτός ο αμετανόητος αριβίστας  

που δεν έχει την ελάχιστη συναισθηματική σύνδεση με το (εκάστοτε) τραγικό συμβάν,

διαθέτει το απύθμενο θράσος να ζητάει από ανθρώπους που εβίωσαν την τραγωδία

και είναι βαθιά τραυματισμένοι σωματικώς και ψυχικώς,

να βάλουν πλάτη για να παραμείνει ο ίδιος στην Εξουσία.

Ναι, ακόμη και την ύστατη στιγμή,

ο κληρονομικώ αδίκω πρωθυπουργίσκος επιχειρεί να ρίξει στάχτη στα μάτια τής Ελληνικής Κοινωνίας,

δίχως να ορρωδεί να χρησιμοποιήσει σε αυτήν την επιδίωξή του

τις στάχτες από τις καμένες, αποτεφρωμένες, εξαϋλωμένες σορούς τής τραγωδίας στα Τέμπη.

3ο σημείο

Ο Σταύρος Θεοδωράκης διαβάζει επόμενη ερώτηση

που απευθύνει επιζήσας τής τραγωδίας στον Κούλη Μητσοτάκη:

– Άγγελος Τσιαμούρας, φοιτητής:

Μετέχω από την πρώτη στιγμή στις διαμαρτυρίες· όχι κάτω από κομματικά λάβαρα.

Ποιος ακούει τα συνθήματά μας εκτός απ’ την Αστυνομία που μάς παρακολουθεί;

– Πάντως εγώ τ’ άκουσα.

Και μάλιστα θυμάμαι ότι ο Άγγελος είπε κιόλας ότι διαδηλώνει ως περήφανος Έλληνας.

Κι είπε και κάτι ακόμα ο Άγγελος, το οποίο το βρήκα εξαιρετικά ώριμο για ένα παιδί είκοσι ετών:

ότι πρέπει ν’ αλλάξουν όλα στη χώρα, αλλά πρέπει πρώτα ν’ αλλάξουμε εμείς.

Όλοι μαζί πρέπει να αλλάξουμε· δεν είναι μόνο θέμα ηγεσίας,

η οποία προφανώς έχει την πρώτιστη ευθύνη να διασφαλίσει την ασφάλεια των Ελλήνων πολιτών.

Μπορώ να διαβεβαιώσω τον Άγγελο,

ότι τα συνθήματα των νέων παιδιών που βγήκαν και διαδήλωσαν ειρηνικά,

πάντως εγώ τα άκουσα.

Και πιστεύω ότι τ’ άκουσαν και πολλοί άλλοι.

ΣΧΟΛΙΟ:

Η όζουσα και ανερυθρίαστη καπηλεία μάς αφήνει άφωνους.

Ο Μητσοτάκης επισημαίνει πως «…ο Άγγελος είπε ότι διαδηλώνει ως περήφανος Έλληνας.»·

ήτοι, επιχειρεί εμμέσως πλην σαφώς να περάσει το μήνυμα,

ότι ο ίδιος και η (παρα)κρατική δράκα του έχουν εμφυσήσει εθνική υπερηφάνεια στους πολίτες.

Και βεβαίως,

η μονίμως υφέρπουσα πρόθεση και διάθεση για διασπορά ευθυνών κορυφώνεται

με την κάλπικη συναλληλία «Όλοι μαζί πρέπει να αλλάξουμε· δεν είναι μόνο θέμα ηγεσίας.». 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης