Γράφει ο Κυριάκος Κεσκινίδης στην εφημερίδα «Ροδιακή»: «Στην αρχή, όταν την είδα, δεν το πίστεψα. Νόμιζα ότι θα ψάχνει κάτι συγκεκριμένο, θα είναι κάποιος ρακοσυλλέκτης, από αυτούς που βρίσκουν διάφορα «ημιχρήσιμα» αντικείμενα στα σκουπίδια και μετά τα πουλάνε. Δυστυχώς, η αλήθεια ήταν άλλη. Ρώτησα ορισμένους στη γειτονιά και μου είπαν ποια είναι η πραγματικότητα. Μου είπαν ακόμη ότι τη βλέπουν 10-11 μήνες τώρα να κάνει το ίδιο.

Ξεκινά από το σπίτι, γυρίζει τη γειτονιά και ψάχνει τους κάδους. Όχι έναν κάδο. Τους κάδους. Πρέπει να βρει τρόφιμα και για τον σύζυγό της που είναι άρρωστος στο σπίτι, μου είπαν οι γείτονες. Πίσω από την λαμπερή βιτρίνα – και αυτό θα πρέπει να το εμπεδώσουμε – υπάρχει η «άλλη» Ρόδος, η «δεύτερη». Αυτή που – κακά τα ψέματα – γνωρίζουμε ότι υπάρχει, αλλά – ας το παραδεχτούμε – κάνουμε ότι δεν γνωρίζουμε καν την ύπαρξή της, για να μπορούμε χωρίς τύψεις να ξοδεύουμε κάθε βράδυ δεκάδες δεκάδων χιλιάδων ευρώ στα μπαρ και στα μπουζούκια. Κάθε βράδυ.

Για να αγοράζουμε χωρίς τύψεις μπλουζάκια «μάρκας», για να βλέπουμε και να θαυμάζουμε τα πολυτελή αυτοκίνητα που κυκλοφορούν και να φανταζόμαστε τον εαυτό μας πίσω από το τιμόνι, για να αγοράζουμε το τελευταίο παιχνίδι για τον υπολογιστή μας… Μέγα πλήθος από «για να…».

Το γνωρίζουμε ότι υπάρχουν φτωχοί, αναξιοπαθούντες, άνθρωποι με πολλά προβλήματα και χωρίς στον ήλιο μοίρα. Κάποιους, κάποιοι, τους στηρίζουν πραγματικά και όσο μπορούν. Κάποιους άλλους τους βλέπουμε στο Μανδράκι και τις γειτονιές να μας απλώνουν το χέρι για ένα ευρώ… για μισό ευρώ… για λίγα λεπτά, βρε αδερφέ, να βγάλουμε το σήμερα. Και αύριο, πάλι από την αρχή.

Βλέπουμε τα παιδάκια να τα έχουν βγάλει «οι μεγαλύτεροι» στην επαιτεία, απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα (καθαρίζουν τζάμια στα φανάρια) και τους δίνουμε ένα «κάτι». Ο καθένας ανάλογα με αυτό που έχει στη τσέπη αλλά «κυρίως» και με την ανάγκη του να καλύψει την καθημερινότητά του πίσω από μια πλαστή, στην ουσία της, ελεημοσύνη. Να σταματήσει η φωνή από μέσα μας να μας ενοχλεί.

Έχουμε βέβαια και εμείς τα βάσανά μας. Ενέσκηψε παγκόσμια οικονομική κρίση και πρέπει να βρούμε και εμείς πως θα την βολέψουμε. Στο ξενοδοχείο, σου λένε ότι δεν θα σου μειώσουν το μισθό, αρκεί να δουλεύεις δύο «ωρίτσες» παραπάνω. Το δεχόμαστε και καταλαβαίνω γιατί. Χάνουμε τη δουλειά μας και μπαίνουμε στην ανεργία, ζώντας με «ψιλά» από τους γονείς ή δανεικά από τους φίλους.

Όταν περνάμε έξω από το παιχνιδάδικο και το παιδί φωνάζει το «θέλω», του σφίγγουμε πιο δυνατά το χέρι και ανοίγουμε το βήμα. Όλοι έχουμε προβλήματα. Όλοι σκεπτόμαστε πρώτα τα δικά μας. Κι όμως… Φτάσαμε και εδώ λοιπόν. Να δούμε αυτό που δεν είχαμε δει. Πάντα ξέραμε ότι υπήρχε η «άλλη» Ρόδος, αλλά θέλουμε να κυκλοφορούμε στην λαμπερή.

Αυτή την πλευρά της που την φωτογραφίζουν οι τουρίστες και που την πουλάμε σε καρτ ποστάλ. Τα προβλήματα υπήρχαν πάντα και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά η φωτογραφία ενός ανθρώπου «της διπλανής μας πόρτας» να ψάχνει στα σκουπίδια για να φάει, προκαλεί πραγματικό σοκ. Συγκλονίζει.

Όταν την είδα ήμουν σε μπακάλικο και έμαθα ότι έχει μια μεγάλη «πολυτέλεια». Εξοικονομεί χρήματα για να πίνει κάθε ημέρα ένα καφεδάκι με τον άνδρα της. Ήρθε, πήρε ένα φακελάκι ελληνικού καφέ, έβγαλε τα χρήματά της (δύο ευρώ και 4-5 κέρματα των 2 ή 5 ευρώ), πλήρωσε και έφυγε.

Στο άλλο χέρι κρατούσε μια σακούλα με τα «ευρήματα» των κάδων και ξεκίνησε για το σπίτι. Ρώτησα στη γειτονιά και έμαθα κι άλλα. Στο σπίτι δεν βάζουν θέρμανση, διότι δεν υπάρχουν χρήματα να πληρώσουνε τον λογαριασμό. Και άλλα πολλά, που δεν έχουν στην ουσία καμία αξία, παρά μόνο για να συγκινείς τους αναγνώστες.

Το μόνο που δεν ρώτησα, ήταν την ίδια. Πως την λένε; Που μένει; Γιατί δεν ζητά βοήθεια;… Το σκέφθηκα αλλά δεν το έκανα γιατί δείλιασα… δεν ήξερα πώς να φερθώ. Αργότερα σκέφθηκα ότι αν την ξαναδώ θα την ρωτήσω.

Ξέρω ότι στη Ρόδο υπάρχουν πάρα πολύ άνθρωποι που είναι συνειδητοποιημένα έτοιμοι να δώσουν από το υστέρημά τους ή να βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο τον συνάνθρωπό τους. Ακόμη και στην εποχή της οικονομικής κρίσης. Κάποια άκρη θα βρούμε. Δεν μπορεί να μείνει έτσι… Υπάρχουν πολλοί στην Ρόδο που δεν δέχονται να διαβάζουν στις εφημερίδες

Αυτό που περισσότερο με συγκίνησε, όταν το καλοσκέφθηκα, είναι ότι δεν θέλει η ίδια να ζητήσει ελεημοσύνη. Αν ήθελε, θα το είχε ήδη κάνει. Ποιος άλλωστε δέχεται ότι θα τρώει αυτά που θα βρίσκεται στα σκουπίδια; Αυτή όμως προτιμά τον δικό της τρόπο, κρατώντας ότι μπορεί από την αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου, έστω και αν βρίσκεται σε αυτή την οικονομική θέση.

Κανενός μας τη βοήθεια δεν ζήτησε. Κανενός μας την ελεημοσύνη… Ό,τι μπορεί… Όπως μπορεί… Θα βγει και αυτή η μέρα. Για αύριο; Έχει ο θεός. Την άλλη φορά θα την ρωτήσω».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης