«Κάθε έθνος έχει χρέος να θυμάται τους νεκρούς στρατιώτες του…»

Με αυτά τα λόγια ο Ύπατος Αρμοστής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο, Πίτερ Μίλετ, προσπάθησε τις προάλλες να δικαιολογήσει την αχαρακτήριστη κίνηση ανέγερσης μνημείου υπέρ των 371 Βρετανών πεσόντων στο νησί, κατά την διάρκεια της αντίστασης της ΕΟΚΑ (1955 – 1959). Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου ακολούθησε τελετή κατάθεσης στεφάνου, παρουσία 280 Βρετανών βετεράνων του πολέμου εκείνης της μαύρης για την Μεγαλόνησο εποχής, οι οποίοι έσπευσαν με ανάλγητα αισθήματα και υπερχειλίζουσα περηφάνια να επισκεφθούν τα χώματα που η τότε δράση τους πότισε με το αίμα πατριωτών αγωνιστών.

Για την Ιστορία, το εν λόγω μνημείο στήθηκε στο βρετανικό κοιμητήριο, που βρίσκεται στην κατεχόμενη από τους απόγονους του Αττίλα Κυρήνεια και η ύπαρξή του εκεί χρονολογείται από το 1878 –χρονιά κατά την οποία κατέφθασαν στο νησί οι Άγγλοι. Κόστισε δε περί τις 200.000 στερλίνες, τις οποίες και πλήρωσε ο συσταθείς κατά την επέτειο των 50 ετών (από την παύση του απελευθερωτικού αγώνα) οργανισμός British Cyprus Memorial Trust.

Το γεγονός χαρακτηρίσθηκε από όλον τον πολιτικό κόσμο της μαρτυρικής Μεγαλονήσου ως προσβολή προς την Κυπριακή Δημοκρατία και την μνήμη των ηρώων αγωνιστών, που θυσιάστηκαν στον βωμό της αντίστασης κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, και προκάλεσε έντονα την δυσφορία και την αγανάκτηση του κυπριακού λαού. Στην εν λόγω περίπτωση, η «ύβρις» ασφαλώς έγκειται στο ότι δεν επρόκειτο απλώς για απόδοση τιμών από συντρόφους σε συντρόφους, αλλά στο ότι δια της παρουσίας του Βρετανού διπλωμάτη εκπροσωπήθηκε επισήμως η Μ. Βρετανία ως κράτος. Ο απαράδεκτος, βέβαια, Βρετανός αρμοστής συνέχισε να δικαιολογείται στον κυπριακό Τύπο, λέγοντας πως επρόκειτο περί μιας «ιδιωτικής τελετής, αφιερωμένης αποκλειστικά σε όσους έχασαν τη ζωή τους στην υπηρεσία της πατρίδας τους».

Πέρα από το βλακώδες του ισχυρισμού περί ιδιωτικότητας ενός σαφέστατα δημόσιου (έστω Βρετανικού) κοιμητηρίου, η ένσταση περισσότερο εστιάζει στην παντελή έλλειψη ηθικών κριτηρίων κατά την αξιολόγηση μιας θυσίας. Γιατί, εάν αποδεχθεί κανείς την αβασάνιστη άποψη, ότι τα έθνη πρέπει ανεπιφύλακτα να αποτίουν φόρο τιμής ακόμη και σε όσους δύστυχους θυσιάστηκαν απλώς ως εντολοδόχοι μιας απύθμενα αποικιακής και ιμπεριαλιστικής πολιτείας, όπως αυτής των Βρετανών, τότε θα πρέπει να ανεχθεί και την ανέγερση κάποιων άλλων μνημείων, προς τιμήν κάποιων άλλων πεσόντων, εκτελούντων διαταγές κάποιων άλλων πολιτειών. Πολιτειών και πολιτικών καθεστώτων, που εδώ και χρόνια μας προκαλούν αποτροπιασμό και φρίκη. Ας μην λησμονούμε ότι οι Ιταλοί που σκοτώθηκαν στις βουνοκορφές μας και οι Γερμανοί που άφησαν τα κόκαλά τους στο Ρούπελ και το Μάλεμε στην υπηρεσία των δικών τους πατρίδων το έπραξαν. Ακόμη κι αυτά τα στρατεύματα κατοχής των Τούρκων παραμένουν στα εδάφη της Μεγαλονήσου εκτελώντας το δικό τους «χρέος» προς την πατρίδα.

Ο θυσιασθείς ένστολος (ή μη) που «πέφτει» εκτελώντας το καθήκον του στο πεδίο της μάχης αποτελεί -ούτως ή άλλως- μια φιγούρα τραγική. Ακόμη δε περισσότερο, όταν ο δήθεν υπέρτατος σκοπός, για τον οποίο αυτός θυσιάζεται, δεν εξυπηρετεί παρά την απάνθρωπη ιμπεριαλιστική σκοπιμότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων. Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο θανών ουδέποτε δικαιώνεται. Και ομοίως, η τοιαύτη τιμή των όπλων ουδαμώς καθαγιάζεται.

(Κοιτώντας από την κλειδαρότρυπα του κόσμου, μια παλιά γερμανική παροιμία μού έρχεται κατά νου: Δύο βλάκες, μία σκέψη…)

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης