Οι επιλογές μου ήταν δύο. Ή θα τρύπωνα στο πατάρι του ‘Ιανού’ ν’ ακούσω τη Μάρθα Φριντζήλα, ή θα σεργιάνιζα στο προαύλιο του ‘Ζαππείου’, όπου είχε στηθεί από μέρες η ανοιξιάτικη έκθεση βιβλίου, η λεγόμενη και ‘μικρή’, που στα σωθικά της δεν βρίσκεις όλους τους ‘μεγάλους’ του χώρου και στους πάγκους στήνεται μια ‘περίληψη’ του εκδοτικού προϊόντος κάθε φίρμας.

Με κέρδισε η έκθεση και καθώς ο καιρός ήταν εξαίσιος (με ένα σχεδόν γεμάτο φεγγάρι να έχει μόλις σκάσει μύτη από τον Υμηττό) πήγα να ‘προσκηνύσω’ τους φίλους της νιότης μου: Τον Ιούλιο Βερν, τον Τζακ Λόντον, τον Εδσμόνδο Ροστάν, την Αγκάθα και τον δυσεύρετο πια Πιτιγκρίλι. Αλλά και να κλείσω το μάτι στους νεότερους παραμυθάδες: Τον Γκουτιέρες, τον Κοέλο, τον Κέρουακ, τον καλοφαγά Σικελό Καμιλέρι που φυσιογνωμικά μου θυμίζει τον γέρο μου. Να ‘καλησπερίσω’, τέλος, όλους τους ‘πονεμένους’: Τσέχοφ, Φιοντόρ, Στάιμπεκ, Γουλφ…

Η απογοήτευση θάμπωσε τα μάτια μου από την πρώτη στιγμή. Ήταν ώρα εννιάμισι, τα μαγαζιά είχαν ήδη κλείσει, η ‘Πλατεία ήταν γεμάτη’ με εκατοντάδες φλύαρους έξω από τους Μακντόναλντς, όμως η έκθεση στο Ζάππειο ήταν σχεδόν έρημη. Οι πωλητές πίσω από τους πάγκους διάβαζαν τα βιβλία τους, ρουφώντας με καλαμάκι τον καφέ τους…

Μετά από λίγα βήματα, ένοιωσα να μου έχει στερέψει το κέφι, αλλά στάθηκα μπροστά στην ‘Αγρα’, καθώς τα εξώφυλλα του Νίκου Καββαδία λες και βάλθηκαν να με ταξιδέψουν από την Αλταμίρα ως τη Τζιμπεράλντα. Θέλησα να κάνω λίγη πλάκα στην νεαρή με τα γυαλιά που εξυπηρετούσε την πελατεία:

«Πόσο τιμάται ‘Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη’, δεσποινίς;» 

«Δεκάξι ευρώ μόνο».

«Μήπως είναι πολλά για ένα βιβλίο που άρχισε να γράφεται το 1927 και δεν ξεπερνά τις 130 σελίδες;».

«Δεν κάνουμε έκπτωση γιατί προσφέρουμε ΑΚΡΙΒΑ βιβλία σε ποιότητα», πέταξε κατηγορηματική η πωλήτρια πίσω από τον πάγκο.

Εκείνη τη στιγμή –μα δεν το κατάλαβε- είχα αναλάβει μικρό ρόλο από την ποιητική πορεία του Κόλια. Σκεφτόμουν: άραγε η νεαρή, είχε διαβάσει Μαραμπού, Πούσι, Τραβέρσο και τα υπόλοιπα διαμάντια του πιο διάσημου ασυρματιστή της λογοτεχνίας μας; Έτσι μαγεμένος, περίμενα μήπως κι ακούσω –για να κλείσει το πρόστυχο από μέρους μου παζάρι–

«Αφού το θέλεις πάρτο»!

Προχώρησα τώρα αρκετά μελαγχολικός με τον ‘τιμονιέρη’ στην χάρτινη σακούλα. Λίγο πριν φτάσω στην έξοδο, το μάτι μου έπεσε σε μια γωνιά όπου υπήρχαν μεγάλα τελάρα με αφίσες.

Είχε και του ρεμπέτικου.

Με το που άρχισα να κοιτάζω, ασυναίσθητα άρχισα να ξύνομαι στην κορυφή του κεφαλιού με το δεξί μου χέρι. Στο αριστερό κρατούσα ήδη μια φωτογραφία κορνιζαρισμένη σε φθηνό άσπορο χαρτόνι:

«Ο Μπάτης και η παρέα του», Πειραιάς – Καραϊσκάκη – 1933!

Η ματιά μου στάθηκε για τα καλά στη φυσιογνωμία του Μπάτη. Καθιστός, άσπρο μακρυμάνικο πουκάμισο κουμπωμένο ως το λαιμό, παπούτσι λουστρίνι και στα χέρια ένα μικρό όργανο που έμοιαζε με μικρή κιθάρα από αυτές τις πλαστικές που πουλάνε στα πανηγύρια οι γύφτοι. Μπροστά του οκλαδόν στο πεζοδρόμιο ένας μόρτης με κουμπωμένο σακάκι και λευκό μαντηλάκι στο τσεπάκι, έπαιζε με το αριστερό του χέρι μπαγλαμά. Και σε δεύτερο πλάνο, δυο μόρτες με τα δάχτυλα πάνω στις χορδές των μπουζουκιών.

Αυτή η φωτογραφία – του 1933 είπαμε – είχε τραβηχτεί είκοσι χρόνια πριν γνωρίσω τον γεροΜπάτη στο καφενεδάκι απέναντι από την Αγία Σοφία του Πειραιά, όπου σύχναζε τα απογεύματα – με τον Κερομύτη, τον Παπαϊωάννου και τον Γενίτσαρη- και ρούφαγε τον βαρύ γλυκό του. Του λόγου μου, οκτάχρονος γαβριάς αλλά ο πιο φασαριόζος της πιτσιρικοπαρέας μας, πλησίασα να τον δω από κοντά, κάτι είχα ακούσει για τη δόξα του και τη λόξα του. Και τότε, ο γεροΜπάτης, ο μάγκας που είχε αφιχθεί από τα Μέθανα στον προπολεμικό Πειραιά και όχι ‘απ’ τη Σμύρνη το εικοσιδυό’ (κατά τον  Σαββόπουλο), έσκυψε, με χάιδεψε, ρώτησε το’ όνομά μου και βάζοντας το χέρι του στο κεφάλι μου μού τράβηξε μερικές ψείρες. 

Η φωτογραφία αναρτήθηκε ήδη στο δωμάτιό μου, πλάι στον Τσάπλιν (από τα ‘Φώτα της Πόλης’) και τον… βουλευτή Κωνσταντάρα, από την κινηματογραφική σκηνή, που παρέα με χωριανούς μουντζώνει τον εαυτό του!

ΥΓ 1: Ο Μπάτης έζησε φτωχός και πέθανε άφραγκος. Στα ‘τελευταία του’, έβγαζε στο καφενείο δισκάκι για κέρματα, αφού πρώτα γρατζουνούσε μερικές πενιές στον μπαγλαμά του.

ΥΓ 2: Η αφίσα που αγόρασα από την έκθεση κόστισε εννιά ευρώ. Πολλά τα λεφτά αλλά χαλάλι του, η ψυχούλα του, αν το μάθε ποτέ, θα ανασάνει. Όμως, έχω μια απορία: από αυτά τα εννιά ευρώ, άραγε τα εγγόνια του, τ’ ανίψια του, οι δικοί του τέλος πάντων, θα κερδίσουν κάποιο ψίχουλο; Απλή απορία είναι…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης