Τη θεατρική υποδοχή του Γκολντόνι στην Ελλάδα εξετάζει η θεατρολόγος Ειρήνη Δ. Μουντράκη στο βιβλίο της «Carlo Goldoni. Η ζωή, το έργο του και η πρόσληψή του στην Ελλάδα», που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Αιγόκερως.

Γέννημα-θρέμμα της Βενετίας, ο Κάρλο Γκολντόνι (1707-1793) έζησε την εποχή της παρακμής της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, αλλά και της commedia dell’ arte και έγραψε τα διάσημα και πολυπαιγμένα έργα του, προσπαθώντας να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα της εποχής του. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα θέατρο ικανό να βγει από την κούραση και τα αδιέξοδά του (η commedia dell’ arte είχε παρακμάσει όπως και η Βενετία), ένα θέατρο έτοιμο να ανοιχτεί σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Ο αιώνας που ακολούθησε τον θάνατο του Γκολντόνι τον έριξε στην αφάνεια και τη λήθη, αλλά κατά τον 20ό αιώνα επανήλθε δριμύτερος τόσο στην Ιταλία και στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 Η Ειρήνη Δ. Μουντράκη, θεατρολόγος με σπουδές στην Αθήνα και το Μιλάνο, με πολλές μεταφράσεις, μελέτες και κριτικές στο ενεργητικό της, η συγγραφέας διερευνά εξαντλητικά το υλικό της, προσπαθώντας να απαντήσει σε ένα εύλογο ερώτημα: για ποιον λόγο ο Γκολντόνι κίνησε το ενδιαφέρον του 20ού αιώνα; Τι ήταν εκείνο που με αφορμή τις πρωτοβουλίες του Λουκίνο Βισκόντι και του Τζόρτζιο Στρέλερ έστρεψε σκηνοθέτες, θιάσους και κριτικούς στην παραγωγή του, φέρνοντάς τον εν συνεχεία και στις ελληνικές θεατρικές σκηνές; Ο Γκολντόνι προώθησε την κωμωδία χαρακτήρων, απεικόνισε με αδρό τρόπο τη συμπεριφορά, τη νοοτροπία και τα σουσούμια της αστικής τάξης και έδωσε έμφαση στους γυναικείους ρόλους, μιλώντας ταυτοχρόνως για τις ανθρώπινες σχέσεις, για την αλαζονεία, αλλά και για την κατάχρηση της εξουσίας.

Στοιχεία σαν κι αυτά αποτέλεσαν πρόκληση για το ρεαλιστικό θέατρο του καιρού μας, με τις πρώτες ελληνικές μεταφράσεις να εμφανίζονται ήδη από τον 18ο αιώνα και τις πρώτες παραστάσεις να ανεβαίνουν επί σκηνής από τα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ ο Γκολντόνι δεν έχει πάψει να απασχολεί τους Έλληνες θεατρανθρώπους μέχρι τις ημέρες μας. Κατά τον 19ο αιώνα ο Γκολντόνι ανεβαίνει στην Κωνσταντινούπολη, στα Επτάνησα, στην Αθήνα, την Πάτρα και τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, εκείνο όμως που σφραγίζει την ελληνική υποδοχή του είναι η επιλογή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου να ανεβάσει το 1902 τη «Λοκαντιέρα» στη «Νέα Σκηνή» σε μετάφραση του Νικολάου Ποριώτη. Ακολουθούν το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσίες Φώτου Πολίτη και Δημήτρη Ροντήρη, αλλά και ο Σωκράτης Καραντινός, ο Τάκης Μουζενίδης και ο Κωστής Μιχαηλίδης. Τη σκυτάλη παίρνουν κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης ο Γιώργος Λαζάνης, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Βασίλης Παπαβασιλείου.

 Όπως σημειώνει η μελετήτρια, ο αριθμός των έργων του Γκολντόνι που έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα μπορεί να μην είναι μεγάλος, εντυπωσιάζουν, όμως, ο αριθμός και η συχνότητα των παραστάσεων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επηρεασμένοι από την απήχηση του Γκολντόνι στις ευρωπαϊκές σκηνές, οι Έλληνες σκηνοθέτες πειραματίστηκαν εκτεταμένα με τα έργα του, συνδυάζοντας την παράδοση του αυτοσχέδιου θεάτρου με τις σύγχρονες ρεαλιστικές απαιτήσεις. Αυτό, άλλωστε, έκανε σε γενικές γραμμές και ο Γκολντόνι: από τη μια πλευρά αγωνιζόταν να αποτυπώσει με ακρίβεια και ενάργεια τον κοινωνικό του περίγυρο ενώ από την άλλη επαναλάμβανε ακούραστα τα ευρήματα των καινοτομιών του, όντας σε συνεχή συνεργασία με τους ηθοποιούς του. Και αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά τού επέτρεψαν να αποσπαστεί από το ιστορικό πλαίσιο του 18ου αιώνα και να συνομιλήσει με το σημερινό ευρωπαϊκό και ελληνικό ακροατήριο. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί η Ειρήνη Μουντράκη: «Ένας συγγραφέας που είναι Βενετσιάνος, αλλά ταυτόχρονα άνθρωπος του νέου, υπό διαμόρφωση κόσμου με ένα βλέμμα ευρύ, ανοιχτό που φθάνει πέρα από το παρόν του».

 

 

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης