Δεν μάσησαν τα λόγια τους οι Ελβετοί επιστήμονες του Ινστιτούτου Ιατροδικαστικής, Τοξικολογίας και Χημείας της Βέρνης, στο οποίο είχαν αποσταλεί τα δύο δείγματα ούρων της Γεωργίας Μπίκα.

Τα πρώτα αμείλικτα συμπεράσματα είναι τα εξής:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

1. Οι αστυνομικές και ιατροδικαστικές Αρχές άργησαν 16 και πλέον ώρες να λάβουν δείγματα ούρων από την Γεωργία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή αποβολή από τα ούρα του ίχνους χημικών ουσιών και φαρμακευτικών ουσιών όπως το χάπι βιασμού ή άλλες τοξικές ουσίες ενώ απομειώθηκε δραστικά και το ίχνος αιθανόλης στα ούρα του θύματος.

2. Δεν ελήφθη ποτέ δείγμα αίματος στο οποίο θα μπορούσαν πολύ πιο εύκολα και άμεσα να ανιχνευθούν χημικές ουσίες αλλά και να προσδιοριστεί με ακρίβεια το ποσοστό αιθανόλης στο σώμα της Γεωργίας Μπίκα.

3. Οι Ελβετοί ιατροδικαστές λόγω των ανωτέρω δεν κατάφεραν με μία απλή τοξικολογική ανάλυση να προσδιορίσουν το ποσοστό αιθανόλης στα ούρα της Γεωργίας. Μπόρεσαν να εντοπίσουν μεγάλη ποσότητα αλκοόλ στα ούρα μόνο όταν εφάρμοσαν φασματομετρική ανάλυση στο δείγμα ούρων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

4. Στην κατάσταση που βρίσκονταν τα δύο δείγματα ούρων που εστάλησαν στη Βέρνη της Ελβετίας δεν ήταν δυνατή η ανίχνευση συγκεκριμένων φαρμάκων ή αλλων ουσιών ή ακόμα και της «υγρής extasy».

Τα δείγματα που ελήφθησαν από τη Γεωργία Μπίκα αυτά περιείχαν 7 και 4 γραμμάρια ούρων, αντίστοιχα. Σύμφωνα με το επίσημο έγγραφο των Ελβετών ιατροδικαστών, τα δείγματα παρελήφθησαν στις 20 Ιανουαρίου 2022.

Στο έγγραφο, στην πρώτη μάλιστα σελίδα, αναφέρεται πως η ώρα του «υπόπτου συμβάντος», δηλαδή της σεξουαλικής κακοποίησης με χρήση ναρκωτικών ουσιών, ήταν στις 04:30 το πρωί της 1ης Ιανουαρίου, ενώ η δειγματοληψία ούρων πραγματοποιήθηκε στις 21:00 της ίδιας ημέρας, δηλαδή μετά από παρέλευση 16 ωρών και πλέον.

Το πόρισμα της τοξικολογικής έχει συνταχθεί στα αγγλικά. Εκ της μεταφράσεως του κειμένου πορίσματος προκύπτουν τα εξής:

Μεταξύ του υπόπτου συμβάντος και του χρόνου λήψης των δειγμάτων ούρων της Γεωργίας Μπίκα πέρασαν πάνω από 16 ώρες. Είναι λοιπόν πιθανόν η αιθανόλη να είχε αποβληθεί από το σώμα, αφού ο ρυθμός αποβολής της κυμαίνεται μεταξύ 0,1 και 0,2 gr ανά κιλό αιθανόλης ανά ώρα. Η ανάλυση των δειγμάτων έδειξε υψηλές συγκεντρώσεις των άμεσων αλκοολικών δεικτών αιθυλογλυκουρονίδιου (EtG) και θειικού αιθυλεστέρα (EtS), που υποδηλώνει ότι προηγουμένως είχε καταναλωθεί υψηλή ποσότητα αιθανόλης, η οποία ενδέχεται να είχε οδηγήσει σε υψηλή συγκέντρωση αλκοόλ στο αίμα (πάνω από 0,8 gr ανά κιλό ή και υψηλότερο).

Η ακριβής συγκέντρωση αιθανόλης στο αίμα τη στιγμή του συμβάντος δεν μπορεί να εξαχθεί από τις συγκεντρώσεις EtG και EtS (όπως εξηγείται παραπάνω) στο δείγμα ούρων. Για τον θεωρητικό υπολογισμό συγκέντρωσης αλκοόλ στο αίμα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή πρέπει να είναι γνωστές οι ποσότητες των αλκοολούχων ποτών και η χρονική στιγμή κατανάλωσης. Επίσης, πρέπει να είναι γνωστή η ώρα του συμβάντος, το βάρος και το ύψος του σώματος. Εάν αυτά τα δεδομένα έχουν γνωστοποιηθεί, τότε είναι δυνατόν να υπάρξει ένας θεωρητικός υπολογισμός.

Το γαμμαϋδροξυβουτυρικό οξύ (GHB, «ΥΓΡΟ ΕΚΣΤΑΣΙ») δεν ήταν ανιχνεύσιμο στο δείγμα ούρων που εστάλη.

Η φασματομετρική διαλογή – ανάλυση μάζας (με φασματομετρία μάζας υψηλής ευκρίνειας) για φάρμακα κατάχρησης, φάρμακα και ξενοβιοτικά (ουσίες που επηρεάζουν τις φυσιολογικές λειτουργίες) δεν αποκάλυψε στοιχεία για την πρόσληψη εξωγενών ουσιών εκτός από την καφεΐνη, η οποία ανιχνεύτηκε εκτός από τους κύριους μεταβολίτες της θεοβρωμίνη και θεοφυλλίνη στο δείγμα ούρων.

Αυτά αναγράφονται και επισημαίνονται, γραμμένα σε επιστημονική γλώσσα με χρήση ειδικών όρων, στο πόρισμα των Ελβετών. Σε απλά ελληνικά, όμως, το πόρισμα αυτό αποτελεί προφανώς κόλαφο για τις ελληνικές αρχές που χειρίστηκαν την υπόθεση.

Αρχικά, οι Ελβετοί ιατροδικαστές επισημαίνουν πως η λήψη δειγμάτων ούρων στην Ελλάδα έγινε πάνω από 16 ώρες μετά το συμβάν. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα ίχνη αλκοόλης θα μπορούσαν να είχαν εξαφανιστεί. Για του λόγου το αληθές, αναφέρεται ότι στις απλές τοξικολογικές δεν εντοπίστηκε ικανή ποσότητα αιθανόλης στα ούρα. Αντιθέτως, εντοπίστηκε υψηλή ποσότητα μόνον όταν διενεργήθηκε φασματομετρική ανάλυση με διαλογή μάζας υψηλής ευκρίνειας. Μόνο με αυτόν τον τρόπο εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα αλκοόλ που είχε καταναλώσει η Γεωργία Μπίκα, και συμπερασματικά οι ιατροδικαστές της Βέρνης καταλήγουν πως εάν είχε γίνει λήψη αίματος θα ήταν ακριβής και δυνατός ο εντοπισμός της ποσότητας αλκοόλης στο σώμα της.

Επίσης, οι Ελβετοί αναφέρονται στο ενδεχόμενο να υπήρξε υψηλή συγκέντρωση αιθανόλης στο αίμα. Όμως, όπως οι πάντες γνωρίζουν και οι ίδιοι αναφέρουν, δεν έγινε ποτέ λήψη δείγματος αίματος από τη Γεωργία Μπίκα. Δεδομένης της σταδιακής αποβολής από το σώμα του αλκοόλ, και μάλιστα με ρυθμό, όπως αναφέρεται παραπάνω, της τάξεως του 0,1-0,2 gr ανά κιλό, θα μπορούσε να μην έχει ανιχνευθεί (όπως και έγινε) αλκοόλ στο αίμα της Γεωργίας με τις απλές τοξικολογικές αναλύσεις.

Μια δεύτερη διαπίστωση των Ελβετών είναι ότι καθίσταται αδύνατος ο εντοπισμός ουσιών όπως «Υγρό Έκστασι», ξενοβιοτικά και φάρμακα κατάχρησης μετά την παρέλευση τόσο πολλών ωρών μεταξύ της ώρας του συμβάντος και της λήψης των ούρων. Επίσης, οι ιατροδικαστές της Βέρνης αναφέρουν πως ένας θεωρητικός υπολογισμός της συγκέντρωσης αλκοόλ στο αίμα είναι δυνατός μόνον αν προηγουμένως έχουν γίνει γνωστά κάποια στοιχεία, όπως το βάρος και το ύψος του σώματος, αλλά και η ακριβής ώρα του συμβάντος – εν προκειμένω ο βιασμός. Οι Ελβετοί αφήνουν να εννοηθεί, δηλαδή, πως ούτε αυτά τα στοιχεία εστάλησαν στο εργαστήριο της Βέρνης.

Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο δεύτερο έγγραφο του πορίσματος, το οποίο αναφέρεται σε δύο τύπους εξετάσεων: στην απλή ιατροδικαστική-τοξικολογική ανάλυση και στις χρωματογραφικές-φασματομετρικές αναλύσεις μάζας. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι με τις απλές τοξικολογικές αναλύσεις δεν εντοπίστηκαν ίχνη αιθανόλης στο δείγμα ούρων της Γεωργίας Μπίκα. Αντιθέτως, όταν οι ιατροδικαστές στην Ελβετία κατέφυγαν στις φασματομετρικές αναλύσεις μάζας, τότε μόνο η αιθανόλη ανιχνεύτηκε στο δείγμα ούρων της Γεωργίας Μπίκα. 

Κατόπιν όλων τούτων, ο καθένας μπορεί να διερωτηθεί για το εάν και κατά πόσον η ακολουθία αυτή λαθών και παραλείψεων είναι αποτέλεσμα μιας κακής συγκυρίας και μόνον. Είναι προφανές, επίσης, πως οφείλονται εξηγήσεις. Εξηγήσεις διότι δεν έγιναν τα αυτονόητα, όπως προβλέπονται από τις διατάξεις και τους κανονισμούς και τα πρωτόκολλα που ισχύουν άλλωστε διεθνώς.   

Δείτε το πόρισμα των Ελβετών ιατροδικαστών που εστάλη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Το πόρισμα έχει συνταχθεί στα αγγλικά:

Διαβάστε επίσης

 

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης